Γυρνώντας από το κυνήγι πέρασα μέσα από την αλέα του κήπου. Το σκυλί έτρεχε μπροστά μου.
Ξαφνικά άρχισε να περπατάει αργά και να μυρίζει, θαρρείς κι άρπαξε την μυρωδιά κάποιου αγριμιού.
Κοίταξα στο βάθος της αλέας κι είδα ένα νεαρό σπουργίτι με κίτρινο ράμφος και πούπουλα στο κεφάλι. Είχε πέσει από την φωλιά (ο αγέρας κουνούσε πολύ τις σημύδες της αλέας) και καθόταν ακίνητο κι αβοήθητο, με μισοανοιγμένες τις μικροκαμωμένες του φτερούγες.
Το σκυλί μου το πλησίασε αργά, όταν ξαφνικά ένα γέρικο σπουργίτι με μια μαύρη βούλα στο στήθος έπεσε σαν πέτρα από το διπλανό δέντρο μπροστά στην μουσούδα του. Φουσκωμένο, παραμορφωμένο, με απεγνωσμένα και θλιβερά βήματα, πήδηξε μια δυο φορές μπροστά στην ορθάνοιχτη, γεμάτη δόντια κοφτερά, μούρη.
Όρμησε να σώσει, να καλύψει με το κορμί του το σπλάχνο του… το μικρό εκείνο κορμάκι έτρεμε από τον φόβο, η φωνούλα του σπαρακτική και βραχνή, χανόταν, θυσιαζόταν.
Πόσο τρομακτικό πλάσμα θα του φαινόταν το σκυλί! Παρόλα αυτά όμως δεν μπορούσε απλά να κοιτάζει από ψηλά, από το ασφαλές του κλαδί… Μια δύναμη, πολύ πιο ισχυρή από την βούλησή του, τον έριξε από εκεί.
Ο Τρέζορ μου κοντοστάθηκε και πισωπάτησε… Προφανώς, αναγνώρισε την δύναμη αυτή.
Φώναξα βιαστικά το σκυλί μου και απομακρύνθηκα με σεβασμό.
Ναι∙ μην γελάτε. Σεβόμουν εκείνο το μικρούλικο, ηρωικό πουλάκι με την έκρηξη της αγάπης του.
Η αγάπη, σκέφτηκα, είναι πιο δυνατή από τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου. Η ζωή στηρίζει και κινείται μόνο με την αγάπη.
Απρίλιος 1878
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©