Ένα παλιό ερώτημα: Τσβετάγιεβα ή Αχμάτοβα, Παστερνάκ ή Μαντελστάμ. Εγώ απαντώ: Τσβετάγιεβα και Παστερνάκ. Κάποτε εξηγούσα μέσα μου την διαφορά ανάμεσα στην αισθαντικότητα της Μόσχας και εκείνης της Πετρούπολης. Ανάμεσα στο «γρανίτη της όχθη της», όπου «η αιωνιότητα κυλάει στον χτύπο του ρολογιού» και «στην Μόσχα μου όπου οι τρούλοι φλέγονται», ανάμεσα στην πέτρα και την φωτιά, ανάμεσα στη συστημική προσέγγιση και το δίδυμο κεντρομόλος- κεντρόστροφος.
Η Τσβετάγιεβα γεννήθηκε ως ενσάρκωση της παραφροσύνης του έρωτα. Και για πρώτη φορά τον έντυσε με την γραφή. Ή καλύτερα, η λαλιά εκείνη έμεινε για πάντα δική της, με το όνομά της. Ακολούθησαν οι μιμήσεις, οι οποίες δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μανιέρα, στο βαθμό που στα σπλάχνα της Τσβετάγιεβα κυλούσε ο καταρράκτης του Νιαγάρα και η φλεγόμενη στήλη, έτσι που η μανιέρα της να καταγράφει τα υπεράνθρωπα αισθήματα ήταν μοναδική δυνατή μανιέρα γι’ αυτήν.
Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε. Οι οριακές καταστάσεις που αντιμετωπίζουν οι ήρωες των υπαρξιστών συγγραφέων. Οι καλλιτέχνες προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνία, από το μηδέν, στο Monte Verità στην Ελβετία ή όπως ο Ματίς στο Collioure, ζωγραφίζουν πίνακες για ένα κρεβάτι και φαγητό ως αμοιβή από τον ξενοδόχο – και όλα αυτά σε μια εποχή που ήταν η παραμονή του Μεγάλου πολέμου στην Ευρώπη, της επανάστασης στην Ρωσία και των καταστροφικών συνεπειών και του ενός και της άλλης.
Η φωνή της Τσβετάγιεβα είναι μια κραυγή, γραμμένη στο χαρτί. Ο Μουνκ απεικόνισε την κραυγή οπτικά, η Τσβετάγιεβα, λίγο αργότερα, με λόγια.
Η φωνή της Τσβετάγιεβα είναι η φωνή της απόγνωσης. Της απόγνωσης που γκρεμοτσακίστηκε από τον Νιαγάρα και όλα διαλύονται. Η απόγνωση δεν είναι ευπρεπής, πρέπει να την κρύβουμε και να συμφιλιωνόμαστε, η Τσβετάγιεβα όμως αναζητάει λεκτικά ανάλογα του μουσικού κρεσέντο.
Η φωνή της Τσβετάγιεβα είναι ο έρωτας, στον οποίο πρέπει να καείς και, μάλιστα, να κανείς μέχρι το τέλος, ντρέπεσαι γι’ αυτό. Απέφευγαν τον έρωτα της, γιατί τον θεωρούσαν παραφροσύνη. Εκείνη όμως τους αγαπούσε όλους, άντρες, γυναίκες, ποιητές, τα παιδιά της, η φλεγόμενη στήλη τρομάζει πιο πολύ από τον παράφρονα καταρράκτη. Δεν μπορεί να μοιραστεί τους στίχους που κοχλάζουν μέσα της με άλλους, μπορεί όμως να τους εντάξει στα ποιήματά τους. Στην πεζογραφία ο λόγος είναι πάντα ο ίδιος, ξεφεύγει ορμητικά από την σύνταξη, από την αρμονία, είναι αυθύπαρκτος, δεν εμπιστεύεται στην άλγεβρα. Ο λόγος της ορμητικός, αλλά όχι ατέρμονος, σαν τον λόγο των φουτουριστών που εμπνέονταν από την επανάσταση, δεν είχε ούτε σύνταξη, ούτε αρμονία. Η Τσβετάγιεβα είχε ρίζες βαθιές στη γλώσσα, μα όχι στη ζωή. Η επανάσταση την αιφνιδίασε. Η επανάσταση μετέτρεψε την ζωή της σε έναν αέναο Γολγοθά.
Κοκτεμπέλ, Βολόσιν, λογοτεχνικά παίγνια και απαγγελίες, η Μαρίνα είναι μια ρομαντική δέσποινα που συναντάει τον πρίγκιπά της, τον Σεριόζα Εφρόν. Εκπληκτικά όμορφος πολύ, μετά από λίγο θα είναι αξιωματικός της Λευκής Φρουράς, στη συνέχεια εμιγκρές που νοσταλγεί την πατρίδα του και θα αρχίσει να σκέφτεται πως η Σοβιετική εξουσία είναι καλή, μια επιλογή του λαού ήταν άλλωστε. Με αυτόν τον προβληματισμό θα γίνει πράκτορας του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων στο Παρίσι, θα συμμετάσχει σε «εξοντώσεις», στη συνέχεια θα αποκαλυφθεί, θα καταφύγει στην Ε.Σ.Σ.Δ. κι εκεί, στην πατρίδα, θα τον συλλάβουν και θα τον τουφεκίσουν.
Ο Μουρ, ο γιος της Γκεόργκι Εφρόν, το τρίτο παιδί της Τσβετάγιεβα. Παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν πατέρας του ήταν ο Εφρόν. Ναι, η Μαρίνα είχε πολλούς έρωτες. Η Παρνόκ, ο Ροντζέβιτς. Μα και στα χρόνια της πείνας, αφήνει τις δυο της κόρες, την Άλα και την Ιρίνα, στο ορφανοτροφείο, γιατί, όπως της είχαν πει, θα τις τάιζαν. Κάποια στιγμή τις επισκέφτηκε και είδε πως τα κοριτσάκια ήταν αδυνατισμένα και άρρωστα, αφού ούτε τα τάιζαν, ούτε τα φρόντιζαν, παρά μόνο κάθε μέρα έριχναν σε ένα κοινό τάφο μερικά πτώματα. Η Μαρίνα άρπαξε την Άλα, σώζοντάς την από την κόλαση, μα άφησε την μικρότερη, την Ιρίνα. Για να πεθάνει, όπως αποδείχτηκε.
Αγαπάει απεγνωσμένα τον Μουρ, εκείνος δεν την φωνάζει μαμά, μα Μαρίνα Ιβάνοβνα. Είναι όμορφος, χοντρός και περήφανος. Μισεί την οικογένειά του, λέγοντας με μια λέξη πως είναι «η έκπτωση των ηθικών αξιών». Ο πατέρας του είναι το ίδιο με το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων, η μητέρα του το αντίθετο, «ένα ποιητικό μαρτυρικό ρυάκι», η αδελφή του Άλα, έχει φύγει από το σπίτι εντελώς, όλα είναι υπό διάλυση και σε σύγκρουση μεταξύ τους. Ο Μουρ, μόλις συνηθίσει σε μια κατάσταση, αμέσως υποχρεώνεται σε μετακινήσεις, μετακομίσεις, αλλαγές, αιώνιες δυσκολίες, ενώ η αγάπη, ο θαυμασμός και μάλιστα η προτίμηση που του δείχνει η μητέρα του, τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Δεν είναι της ίδιας ράτσας με την μάνα του, χρειάζεται σταθερότητα, μονιμότητα, την αυτοκτονία της μητέρας του που είχε φτάσει πια στο έσχατο όριο, την αποτιμά μετά από μερικές ημέρες λέγοντας: «Καλά έκανε». Τελικά, βρίσκει κάπου τον εαυτό του στον πόλεμο. Σκοτώνεται σε ηλικία δέκα εννέα χρονών. Η Τσβετάγιεβα άφησε τρία σημειώματα πριν πεθάνει, ένα σ’ αυτόν και δύο γι’ αυτόν. Ο Μουρ ήταν η μοναδική της έγνοια.
Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ζούσε μέσα στην ανέχεια, έπλεκε σκουφάκια, έπλενε πιάτα, ερωτευόταν παράφορα, υπόφερε, «το κεφάλι της πονούσε από τα αισθήματα», «θέλω τα πάντα από τους δικούς μου, τίποτα από τους ξένους». Η εφήμερη ζωή της δεν απέκτησε ποτέ ένα σταθερό κέντρο βάρους, δεν ριζώνει στη γη. Οι ρίζες της είναι εναέριες, υπεράνω της «πτώσης», μακριά από την καθημερινότητα.
Ποιήματα, μεταφράσεις ποιημάτων, δοκίμια για ποιητές, επιστολές σε ποιητές, ο λόγος για αυτήν είναι η ζωή, αποκαθαρμένη από επιμιξίες και κλάσματα.
Λεφτερωθείτε από της καθημερινότητας τα δεσμά
Φίλοι, καταλάβετε, επιτέλους, τι σας έφερα.
Την διάβασαν, την κατάλαβαν, την δόξασαν πραγματικά κατά την δεκαετία του 1960, όταν οι χίπις, η δίψα της ελευθερίας, οι πτήσεις στο διάστημα, οι συζητήσεις μέχρι το πρωί μέσα στους καπνούς των τσιγάρων και τώρα, στην τρομακτική επανάληψη της δεκαετίας του 1930 , ονειρευόμαστε, αποφεύγοντας την καταστροφή, να ζήσουμε μέχρι την νέα λύση των δεσμών, το νέο κύμα, τη νέα αναπνοή, τα νέα τραγούδια γύρω από τη φωτιά ή έστω κάποιον ενθουσιασμό. Τότε όμως, στην δεκαετία του 1930, στο Παρίσι, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα διοργάνωνε ποιητικές βραδιές σε καφέ, μα το κοινό έφευγε. Όλοι, μέχρι τον τελευταίο. Δεν καταλάβαιναν, δεν τους άρεσε, όλοι τους, σαν τον Μουρ, αναζητούσαν την ηρεμία, την βολή, δεν θέλουν να ανέβουν στον Γολγοθά. Η Τσβετάγιεβα όμως αυτό ακριβώς εξέπεμπε, φωνάζει από την κορυφή του, μέσα στην φωνή της ηχεί το έρεβος.
Διάβασε ότι ο αδελφός του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ο Σεργκέι, κατέφυγε στο Παρίσι, συνάντησε τον άσημο ομογάλακτο, ο οποίος είχε εκ των προτέρων αγοράσει ένα διαμέρισμα στο Παρίσι, και μόλις βρέθηκε στην ολοκληρωτική υπερορία, απλά άνοιξε με το κλειδί την πόρτα και μπήκε. Όπως, εξάλλου και η Γκίππιους με τον Μερεζκόφσκι. Όποιος δεν είχε κλειδί, προσπαθούσε κάπου να βολευτεί, να επιβιώσει, να κολλήσει κάπου, άρχισαν να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον και η Τσβετέγιεβα, αυτή η δυστυχισμένη πρόσφυγας γράφει: «Τα υλικά πράγματα που μισείς είναι η καθημερινότητα. Τι μπορεί να κάνει ο ποιητής που όλα τα μεταμορφώνει; Όχι όλα, μα μόνο όσα αγαπάει».
Αν σήμερα εξελισσόταν η ζωή της Τσβετάγιεβα, ήρωας αυτής της οικογένειας, άνθρωπος με το Α κεφαλαίο, θα ήταν ο Μουρ και όχι η μητέρα του. Η κοινωνία σήμερα, όπως και παλιά, δεν αντέχει το έρεβος, την παραφορά, παρόλο που είναι ανεκτική απέναντι στον πόλεμο. Πιστεύει όμως στην ηθική μορφή, μα όχι και τόσο στην ποίηση.
Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα δεν ταιριάζει σε κανένα πρότυπο «ηθικής μορφής. Είναι μία αποτυχημένη.
Η μοίρα του συζύγου της Σεργκέι, γενικά, θα μπορούσε να επαναληφθεί και σήμερα, ενώ ο πατέρας της, ο Ιβάν Βλαντίμιροβιτς, μάλλον δεν θα μπορούσε να ιδρύσει το Μουσείο Καλών Τεχνών. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, σπούδασε με πενταροδεκάρες, χάρη στις ικανότητές του έγινε καθηγητής, μάλλον όμως δεν θα μπορούσε να βρει ένα τρισεκατομμύριο (ή πόσο στοιχίζει σήμερα κάτι τέτοιο) για να φτιάξει ένα μουσείο. Η οικογένεια του ήταν τόσο φτωχή που ο παππούς της Τσβετάγιεβα διακονούσε ως ιερέας. Σήμερα όμως ο ιερέας είναι πλούσιος άνθρωπος.
Ο παππούς της, ο Βλαντίμιρ Βασίλιεβιτς Τσβετάγιεφ, έχτισε ένα σπίτι στο χωριό Ταλίτσα, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την σημερινή πόλη Ιβάνοβο και αυτή ήταν η γενέθλια φωλιά της οικογένειας. Επισκέφτηκα αυτό το σπίτι, το οποίο σήμερα είναι μουσείο όπου εκτίθενται αντικείμενα της καθημερινής ζωής, φωτογραφίες, αλλά και το πνεύμα του γένους των Τσβετάγιεφ που κατοικεί εκεί, όπως κατάλαβα. Εκεί είναι θαμμένα τέσσερα μέλη της οικογένειας των Τσβετάγιεφ, μόνο που οι περίοικοι πήραν τις επιτύμβιες πλάκες από τους τάφους για να χτίσουν τα σπίτια τους. Βρέθηκε μόνο μία πλάκα και επιστράφηκε στο νεκροταφείο.
Η Τσβετάγιεβα ήθελε να την θάψουν στο νεκροταφείο του Ταρούς, «εκεί που φυτρώνει η πιο χορταστική και όμορφη φράουλα στα μέρη μας». Το συναρπαστικό σε αυτή την υπόθεση είναι ότι «δεν υπάρχει πιο νόστιμη και μεγάλη από την φράουλα που φυτρώνει στο νεκροταφείο», υπάρχει σε ένα από τα πρώτα της ποιήματα (τα αγαπώ περισσότερο από όλα τα άλλα), είναι μια εικόνα, η οποία την ακολουθούσε σε όλη της την ζωή. Γι’ αυτό και οι στίχοι αυτοί έμειναν αιώνια ζωντανοί, όχι κυριολεκτικά (πράγμα αμφίβολο), αλλά μήπως για κάτι άλλο, σαν να ήταν η προφητεία της Τσβετέγιεβα, εκείνο που συνδέει τούτον και τον άλλο κόσμο με έναν φωτεινό φάρο, έναν μεταδότη, που δεν έχει ένα υπνωτιστικό, μα ένα αναγνωρίσιμο και γλυκό χαρακτηριστικό όπως είναι η φράουλα;
«Το φλάουτο παίζει γλυκά, μα η καρδιά πιο πολύ πονά…» στην «Ποντικοπαγίδα» η Τσβετάγιεβα γράφει μια προειδοποίηση στην κοινωνία: ο φλαουτίστας (η ποίηση) πνίγει ποντικούς, σώζοντας την πόλη, με αντάλλαγμα την υπόσχεση του δημάρχου ότι θα δώσει το χέρι της κόρης του (ο έρωτας), αντί γι’ αυτό όμως παίρνει την θήκη (ο κόσμος των πραγμάτων, το μπιχλιμπίδι) για το φλάουτο. Ο δήμαρχος μάλιστα λέει ότι δεν υπήρχαν ποντίκια, μα τυφλοπόντικες. Και τότε οι ήχοι από το φλάουτο παρασέρνουν μαζί με το νερό και τα παιδιά. Οι ήχοι του φλάουτου είναι γλυκείς και η γεύση τους είναι σαν την φράουλα. Η φράουλα όμως πρέπει να είναι γλυκιά, ενώ ο ήχος όχι, πρόκειται για παγίδα. Η φράουλα είναι ο προσωπικός φάρος, το τηλεσκόπιο όλων. Αν το φλάουτο διώξει τα πλάσματα και το ξεγελάσουν, τότε θα πάρει μαζί του τα παιδιά, το μέλλον και θα τα πάει κάτω από το νερό, όπου θα ζουν γλυκά και αυτό θα είναι η προσωπική τους επιλογή.
Ο τελευταίος στίχος του τελευταίου ποιήματος της Τσβετάγιεβα είναι «Η απρόσκλητη όλων των θλίψεων». Όταν απέμειναν μόνο τα γραπτά της Τσβετάγιεβα, η ζωή αποκαθαρμένη από επιμιξίες και κλάσματα, από την θήκη του σώματος, τότε την κάλεσαν. Εκείνη όμως ζούσε μία ζωή, εκείνη που ονειρευόταν: «Χρειάζομαι να μ’ αγαπούν. Το χρειαζόμουν σαν το ψωμί». Έτσι κι έγινε.
Στην αρχή έλεγαν «Μαρίνα» και όλοι καταλάβαιναν για ποιο πράγμα μιλούσαν. Μετά, έλεγαν «Μαρίνα Ιβανονβα» (μεγάλωσε). Τώρα λένε Τσβετάγιεβα, σε εκατοντάδες εκδόσεις, οκτώ μουσεία, μνημεία, τα 125 χρόνια από τη γέννησή της είναι πάνδημη γιορτή, όπως ήταν τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Πούσκιν, τα 135 από τη γέννηση του Μπλοκ, όσο περισσότερα χρόνια τόσο πιο κοντά μεταξύ τους και τόσο πιο ασυνήθιστα φαίνονται όλα αυτά για εκείνους που επιμηκύνουμε την ζωή λες κι είναι μια γεμάτη πραγματικότητα. Πού είσαι Τσβετάγιεβα; Αν ο διαβάτης σταθεί και κοιτάξει τον φάρο, εκείνη τη φράουλα, μεγαλύτερη και γλυκύτερη της οποίας δεν υπάρχει στον κόσμο, τότε θα σε δει. Μόνο που δεν θα αναγνωρίσει κανέναν, όχι γιατί δεν της μοιάζει («έρχεται, μου μοιάζει»), σε κανέναν από αυτούς, αλλά γιατί η όρασή της δεν είναι καλή, από τότε που ήταν παιδί, αλλά είχε καλή ακοή.
Το πρωτότυπο στα Ρωσικά δημοσιεύτηκε στις 07-10-2017 στο :
https://godliteratury.ru/projects/tatyana-shherbina-dve-zhizni-mariny-cvet