Ήταν ένα συννεφιασμένο χειμωνιάτικο πρωινό.
Στην λεία και λαμπερή επιφάνεια του μικρού ποταμού Μπιστριάνκα, η οποία ήταν σκεπασμένη εδώ κι εκεί με χιόνι, στέκονται δύο μουζίκοι: ο κοντοκαμωμένος Σεριόζα και ο νεωκόρος της εκκλησίας Ματβέι. Ο Σεριόζα, είναι τριάντα περίπου χρονών, φοράει σκισμένα ρούχα, είναι χλωμός και κοιτάζει θυμωμένος τον πάγο. Από το παλιό ημίπαλτό του, θαρρείς κι ήταν σκύλος που άλλαζε το τρίχωμά του, κρέμονται διάφορες τρίχες. Στα χέρια του κρατάει ένα διαβήτη που είναι φτιαγμένος από δύο μακριές βελόνες. Ο Ματβέι είναι ένας γέρος με όμορφο παρουσιαστικό, φοράει νέα κάπα και τσόχινες μπότες, κοιτάζει με τα αγαθά γαλανά του μάτια προς τα πάνω, προς τη μεριά της ψηλής γυμνής όχθης όπου φωλιάζει το χωριό. Κρατάει ένα βαρύ λοστό.
– Δηλαδή θα στεκόμαστε έτσι μέχρι το βράδυ χωρίς να κάνουμε τίποτα; – είπε ο Σεριόζα σπάζοντας τη σιωπή και κοιτάζοντας με το θυμωμένο του βλέμμα τον Ματβέι. – Ήρθες για να στέκεσαι, γέρο κλόουν ή για να δουλέψεις;
– Για δείξε μου λοιπόν… πώς…- μουρμούρισε ο Ματβέρι, ανοιγοκλείνοντας γλυκά τα μάτια του…
– Δείξε… Όλα εγώ: εγώ να δείξω, εγώ να κάνω. Δεν έχεις καθόλου μυαλό! Να μετρήσουμε με το διαβήτη, να τι πρέπει να κάνουμε! Αν δεν μετρήσεις, δεν μπορείς τον πάγο να τον σπάσεις. Μέτρα! Πάρε το διαβήτη!
Ο Ματβέι πήρε από τον Σεριόζα τον διαβήτη και αδέξια, πατώντας διαρκώς στο ίδιο σημείο και κουνώντας τους αγκώνες του προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπάθησε να σχεδιάσει ένα κύκλο. Ο Σεριόζκα μισόκλεισε περιφρονητικά τα μάτια και απολάμβανε τη ντροπαλοσύνη και την άγνοια του.
– Ε- ε- ε! – είπε θυμωμένα. – Ούτε αυτό μπορείς να κάνεις! Σου είπα, ανόητε μουζίκε, ξύλο απελέκητο! Καλύτερα γαλόπουλα να βόσκεις, παρά τον Ιορδάνη ν’ ανοίξεις! Δώσε μου τον διαβήτη! Δώσε σου λέω!
Ο Σεριόζα άρπαξε από τον καταϊδρωμένο Ματβέι το διαβήτη και μέσα σε μια στιγμή, κάνοντας επιδέξια μια πλήρη περιστροφή πάνω στις φτέρνες του, σχεδίασε ένα κύκλο πάνω στον πάγο. Τα όρια για τον Ιορδάνη ήταν έτοιμα∙ τώρα απομένει μόνο να σπάσουν τον πάγο…
Πριν ξεκινήσουν τη δουλειά ο Σεριόζα για ώρα πολλή ακκιζόταν, έκανε το δύσκολο και τον μάλωνε:
– Δεν είμαι υποχρεωμένος να δουλεύω για σας! Εσύ διακονείς στην εκκλησία, εσύ να το κάνεις!
Προφανώς, απολαμβάνει την ξεχωριστή του θέση, στην οποία τον έβαλε η μοίρα, η οποία του χάρισε ένα σπάνιο ταλέντο, – μια φορά το χρόνο να εκπλήσσει όλο τον κόσμο με την τέχνη του. Ο φτωχός, καλοκάγαθος Ματβέι αναγκαζόταν να ακούει από αυτών διάφορες δηλητηριώδεις, περιφρονητικές λέξεις. Ο Σεριόζα αρχίζει να δουλεύει μουρμουρίζοντας, εκνευρίζεται. Βαριέται. Δεν είχε προλάβει να κάνει ένα κύκλο κι αμέσως θέλει να πάει πάνω, στο χωριό, να πιει τσάι, να φλυαρήσει, να τεμπελιάσει.
– Έρχομαι… – λέει, καπνίζοντας. – Εσύ προς το παρόν, αντί να στέκεσαι και να μετράς τις κουρούνες, καλά θα ήταν να σκούπιζες και να έφερνες κάτι να καθίσουμε.
Ο Ματβέι απέμεινε μόνος. Ο αέρας ήταν υγρός και ξηρός, αλλά ήρεμος. Ανάμεσα στις ίζμπες που ήταν σκορπισμένες στην όχθη ξεχώριζε η λευκή εκκλησιά. Γύρω από τους χρυσαφένιους της σταυρούς πετούσαν ακούραστα οι κάργιες. Προς την πλευρά του δάσους, εκεί όπου η όχθη κόβεται και γίνεται απότομη, πάνω ακριβώς από τον γκρεμό στέκεται ακίνητο ένα άλογο, θαρρείς κι είναι πέτρινο, – πάει να πει πως είτε κοιμάται, είτε είναι σκεπτικό.
Ο Ματβέι στέκεται κι αυτός ακίνητος, σαν άγαλμα και περιμένει ανυπόμονος. Η σκεπτική, νυσταλέα θέα του ποταμού, οι κύκλοι που κάνουν οι κάργιες και το άλογο του προκαλούν υπνηλία. Πέρασε μία ώρα, πέρασε δεύτερη, μα ο Σεριόζα ήταν άφαντος. Από ώρα το ποτάμι είχε σκουπιστεί και είχε φέρει ένα κιβώτιο για να καθίσουν, ο μεθύστακας όμως δεν λέει να εμφανιστεί. Ο Ματβέι τον περιμένει και χασμουριέται. Το αίσθημα της πλήξης του είναι άγνωστο. Αν τον διατάξουν στα σταθεί στο ποτάμι μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο, θα σταθεί.
Τελικά ο Σεριόζα φάνηκε να έρχεται από την μεριά που ήταν οι ίζμπες. Ερχόταν κουνάμενος σουνάμενος, παραπατώντας. Η απόσταση ήταν μεγάλη, αυτός ήταν τεμπέλης και έτσι κατέβαινε όχι από τον κανονικό δρόμο, αλλά προτίμησε να κόψει δρόμο, από πάνω προς το κάτω σε μια ευθεία, γι’ αυτό και σέρνεται στο χιόνι, αρπάζεται από τους θάμνους, τσουλάει ανάσκελα, όλα αυτά όμως γίνονται αργά, με στάσεις.
– Τι είναι αυτά που έκανες;- λέει εκνευρισμένος στον Ματβέι. – Γιατί κάθεσαι και δεν δουλεύεις; Πότε θα σπάσουμε τον πάγο;
Ο Ματβέι σταυροκοπιέται, πιάνει με τα δυο χέρια το λοστό κι αρχίζει να σπάει τον πάγο, αυστηρά μέσα στα όρια του σχεδιασμένου κύκλου. Ο Σεριόζα κάθισε στο κιβώτιο και παρακολουθεί τις βαριές, αδέξιες κινήσεις του βοηθού του.
– Μαλακά στις άκρες! Μαλακά! – τον προστάζει. – Αν δεν ξέρεις, μην αναλαμβάνεις, από τη στιγμή όμως που ανέλαβες, κάνε ό,τι πρέπει! Αχ εσύ!
Στο ύψωμα είχε μαζευτεί κόσμος. Ο Σεριόζα, βλέποντας του θεατές, ανησύχησε περισσότερο.
– Θα σηκωθώ και θα φύγω χωρίς να το κάνω…- λέει, καπνίζοντας ένα βρωμερό τσιγάρο και φτύνοντας. – Να δω μετά τι θα κάνετε χωρίς εμένα. Πέρσι στο Κοστιουκόφ ο Στιόπκα Γκουλκόφ πήγε να φτιάξει Ιορδάνη με το δικό του τρόπο. Και τι νομίζεις; Γελάσαμε για τα καλά. Οι κάτοικοι του Κοστιουκόφ ήρθαν σ’ εμάς, θέλοντας και μη! Από όλα τα χωριά μαζεύτηκε κόσμος, πολύς.
Γιατί εκτός από μας, πουθενά δεν υπάρχει πραγματικός Ιορδάνης…
– Δούλευε και μη μιλάς, δεν έχουμε καιρό για τέτοια… Ναι, παππούλη… Σε όλο το κυβερνείο τέτοιο Ιορδάνη δε θα βρεις. Οι στρατιώτες λένε, πήγαινε και ψάξε, στις πόλεις είναι ακόμη χειρότερα. Μαλακά, μαλακά!
Ο Ματβέι χτυπάει και ξεφυσάει. Δεν είναι εύκολη τούτη η δουλειά. Ο πάγος είναι παχύς και φτάνει βαθιά∙ πρέπει να τον τρυπάει και αμέσως να πετάει τα κομμάτια μακριά, για να μην παγώσει η επιφάνεια γύρω του.
Όσο δύσκολη όμως κι αν ήταν η δουλειά, όσο ανίκανος κι αν ήταν ο Σεριόζα ως προϊστάμενος, στις τρεις η ώρα το μεσημέρι στον ποταμό Μπιστριάνκα υπήρχε ήδη ο σκούρος μεγάλος υδάτινος κύκλος.
– Πέρσι ήταν καλύτερος,- είπε εκνευρισμένος ο Σεριόζα. – Ούτε αυτό δεν μπόρεσες να κάνεις! Τι μυαλό έχεις! Κι όμως τέτοιοι βλάκες δουλεύουν στο ναό του Θεού! Τράβα φέρε τη σανίδα να φτιάξουμε πασσάλους! Φέρε το στρογγυλό καπάκι, κάργια! Κι όπως έρχεσαι φέρε ψωμί… αγγουράκια, ό,τι βρεις.
Ο Ματβέι έφυγε και, μετά από λίγο, έφερε κουβαλώντας στους ώμους του ένα τεράστιο ξύλινο στρογγυλό καπάκι, ζωγραφισμένο από πέρσι με διάφορα σχέδια. Στο κέντρο του κύκλου ήταν ο κόκκινος σταυρός, στις άκρες είχε τρυπούλες για τους πασσάλους. Ο Σεριόζα πήρε αυτό το καπάκι και σκέπασε την τρύπα στον πάγο.
– Ό,τι πρέπει… ταιριάζει… Θα φρεσκάρουμε λίγο το χρώμα και θα είναι πρώτης ποιότητας… Τι στέκεσαι; Φτιάξε το αναλόγιο! Καλύτερα σύρε να φέρεις ξύλα, να φτιάξουμε το σταυρό…
Ο Ματβέι, από νωρίς το πρωί δεν είχε φάει και δεν είχε πιει τίποτα, αλλά παρόλα αυτά ανεβαίνει γρήγορα στο λόφο. Ο Σεριόζα μπορεί να είναι μεγάλος τεμπέλης, μα τους πασσάλους τους φτιάχνει μόνος του, με τα ίδια του τα χέρια. Ξέρει καλά πως οι πάσσαλοι αυτοί έχουν θαυματουργή δύναμη: όποιος πάρει ένα πάσσαλο μετά τον αγιασμό των υδάτων, όλο το χρόνο ευτυχισμένος θα ‘ναι. Είναι άχαρη λοιπόν αυτή η δουλειά;
Η πραγματική όμως δουλειά αρχίζει την επόμενη ημέρα. Ο Σεριόζα παρουσιάζεται ενώπιον του βάρβαρου Ματβέι με όλη την μεγαλοπρέπεια του ταλέντου του. Δεν έχουν τέλος οι φλυαρίες, οι παρατηρήσεις, τα καπρίτσια και οι ιδιοτροπίες του. Με δύο μεγάλους κορμούς ο Ματβέι φτιάχνει ένα ψηλό σταυρό, αλλά δεν του αρέσει και τον προστάζει να τον ξαναφτιάξει. Στέκεται ο Ματβέι, θυμώνει ο Σεριόζα, γιατί δεν προχωράει∙ προχωράει, του φωνάζει ο Σεριόζα γιατί περπατάει, αντί να δουλεύει. Δεν του αρέσουν ούτε τα εργαλεία, ούτε ο καιρός, ούτε το ίδιο του το ταλέντο∙ τίποτα δεν του αρέσει.
Ο Ματβέι κόβει με το πριόνι ένα μεγάλο κομμάτι πάγου για το αναλόγιο.
– Γιατί έσπασες τη γωνιά; – φωνάζει ο Σεριόζα και τον κοιτάζει μοχθηρά, – Σε ρωτάω, γιατί έσπασες τη γωνιά;
– Συγχώρα με για όνομα του Χριστού.
– Ξανακάντο!
Ο Ματβέι κόβει από την αρχή τον πάγο… τέλος δεν έχουν τα βάσανά του! Κοντά στην τρύπα, η οποία είναι σκεπασμένη με το βαμμένο καπάκι, θα πρέπει να είναι το αναλόγιο∙ στο αναλόγιο θα βάλουν ένα κερί και το ανοιχτό Ευαγγέλιο. Δεν τελειώνουν όμως εδώ. Πίσω από το αναλόγιο πρέπει να είναι ο ψηλός σταυρός, ορατός απ’ όλους και ο οποίος θα παιχνιδίζει στο φως του ήλιου, θαρρείς κι είναι σκεπασμένος με διαμάντια και ρουμπίνια. Στην κορφή του σταυρού θα είναι ένα περιστέρι, σμιλεμένο από πάγο. Η διαδρομή από την εκκλησιά στον Ιορδάνη θα είναι σκεπασμένη με κλαδιά από έλατα και άρκευθο. Αυτά πρέπει να κάνουν, αυτή είναι η δουλειά τους.
Πριν απ’ όλα ο Σεριόζα πιάνει να φτιάξει το αναλόγιο. Δουλεύει με ράσπα, σμίλη και σουβλί. Ο σταυρός στο αναλόγιο, το Ευαγγέλιο και το πετραχήλι, ξεδιπλώνεται από πάνω μέχρι κάτω, είναι τέλεια. Στη συνέχεια φτιάχνει το περιστέρι. Όσο προσπαθεί να σκαλίζει στο πρόσωπο του περιστεριού την καλοσύνη και την σοφία, ο Ματβέι, στριφογυρίζει σαν αρκούδα, τελειώνει το σταυρό που είναι φτιαγμένος από κορμούς δέντρων. Παίρνει τον σταυρό και τον βυθίζει στην τρύπα. Αφού περίμενε μέχρι το νερό να παγώσει πάνω στο σταυρό, τον βουτάει άλλη μια φορά και συνεχίζει έτσι μέχρι οι κορμοί να σκεπαστούν από ένα πυκνό στρώμα πάγου… Δεν είναι εύκολη δουλειά, είναι απαιτητική και χρειάζεται δύναμη και υπομονή.
Η λεπτοδουλειά όμως τελείωσε. Ο Σεριόζα τρέχει στο χωριό, σαν τρελός. Σκοντάφτει, βρίζει, ορκίζεται ότι τώρα θα πάει στο ποτάμι και θα χαλάσει ό,τι έφτιαξε. Ψάχνει να βρει τα κατάλληλα χρώματα.
Οι τσέπες του είναι γεμάτες με ώχρα, μπλε, κόκκινη και πράσινη μπογιά∙ χωρίς να πληρώσει ούτε ένα καπίκι, τρέχει σαν παλαβός από το ένα μαγαζί στο άλλο. Σε ένα μαγαζί του δίνουν καπνό. Αμέσως μετά πίνει ένα ποτήρι, κουνάει το χέρι του και, χωρίς να πληρώσει, τρέχει παρακάτω. Από μία ίζμπα πήρε παντζάρια, από μια άλλη κρομμυδόφλουδες, με τις οποίες φτιάχνει το κίτρινο χρώμα. Βρίζει, σπρώχνει, απειλεί αλλά… κανείς δεν παρεξηγείται! Όλοι του χαμογελούν, τον συμπονούν, τον αποκαλούν Σεργκέι Νικίτιτς, όλοι νιώθουν πως η τέχνη δεν είναι δική του προσωπική, αλλά κοινή υπόθεση όλου του λαού. Μόνος του δημιουργεί, οι υπόλοιποι τον βοηθούν. Ο Σεριόζα είναι ένας τιποτένιος, ένας τεμπέλης, ένας μέθυσος, όταν όμως κρατάει στα χέρια του το κιννάβαρι ή τον διαβήτη, τότε είναι κάτι το μεγαλειώδες, είναι ένας δούλος του Θεού.
Έρχεται η ημέρα των Θεοφανείων. Ο περίβολος του ναού και οι δύο όχθες είναι γεμάτες κόσμο. Όλα όσα αποτελούν τον Ιορδάνη, είναι κρυμμένα προσεκτικά, κάτω από καινούριες ψάθες. Ο Σεριόζα ήρεμα περιφέρεται γύρω από τις ψάθες και προσπαθεί να καταπολεμήσει την ταραχή του. Βλέπει χιλιάδες ανθρώπους: έχουν έρθει και πολλοί από άλλες ενορίες∙ όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στην παγωνιά, ήρθαν με τα πόδια από πολύ μακριά μόνο και μόνο για να δουν τον περίφημο Ιορδάνη. Ο Ματβέι, ο οποίος είχε τελειώσει τη χαμαλοδουλειά του, ήταν στην εκκλησιά∙ ούτε φωνή, ούτε ακρόαση∙ τον έχουν ήδη ξεχάσει όλοι… Ο καιρός είναι θαυμάσιος… Στον ουρανό δεν υπάρχει το παραμικρό συννεφάκι. Ο ήλιος λάμπει εκτυφλωτικά.
Ακούγεται η κωδωνοκρουσία… Χιλιάδες κεφάλια γυμνώνονται, κινούνται χιλιάδες χέρια, χιλιάδες σταυροκοπήματα!
Ο Σεριόζα δεν ξέρει τι να κάνει από την ανυπομονησία του. Να όμως, επιτέλους, χτυπάει η καμπάνα στο «Άξιον εστί»∙ στη συνέχεια, μετά από μισή ώρα, στο καμπαναριό αλλά και στο πλήθος παρατηρείται μία αναταραχή. Από την εκκλησία, το ένα μετά το άλλο βγαίνουν τα χερουβείμ, ακούγεται μια ζωηρή, βιαστική κωδωνοκρουσία. Ο Σεριόζα με τρεμάμενο χέρι τραβάει τις ψάθες… και ο κόσμος βλέπει κάτι ασυνήθιστο. Το αναλόγιο, ο ξύλινος κύκλος, οι πάσσαλοι και ο σταυρός στον πάγο εκπέμπουν χιλιάδες χρώματα. Ο σταυρός και το περιστέρι εκπέμπουν τόσο δυνατές αχτίδες που τυφλώνουν τα μάτια… Θεέ ελεήμονα, τι όμορφα που είναι! Μέσα στο πλήθος ακούγονται φωνές θαυμασμού και ενθουσιασμού∙ η κωδωνοκρουσία γίνεται ακόμη πιο δυνατή, η ημέρα ακόμη πιο καθάρια. Τα χςρουβείμ ανεμίζουν και κινούνται πάνω από το πλήθος, σα να ‘ναι κύματα. Η λιτανεία, με τα λαμπερά άμφια των μοναχών και του κλήρου, αργά κατεβαίνει το δρόμο και κατευθύνεται στον Ιορδάνη. Κουνούν τα χέρια στο καμπαναριό, για να σταματήσουν να χτυπούν τις καμπάνες και να ξεκινήσει ο αγιασμός των υδάτων. Η λειτουργία κρατάει ώρα πολλή, γίνεται σε αργό ρυθμό, προφανώς γιατί θέλουν να επιμηκύνουν την μεγαλοπρέπεια και τη χαρά που δίνει η πάγκοινη λαϊκή προσευχή. Ησυχία.
Να, βουτούν το σταυρό και ο αέρας γεμίζει από μια ασυνήθιστη φασαρία. Οι ομοβροντίες των όπλων, η κωδωνοκρουσία, οι δυνατές φωνές ενθουσιασμού, οι κραυγές και ο συνωστισμός για το ποιος θα πάρει τους πασσάλους. Ο Σεριόζα ακούει αυτή τη φασαρία, βλέπει χιλιάδες μάτια στραμμένα πάνω του και η ψυχή του τεμπέλη γεμίζει με το αίσθημα της δόξας και της γιορτής.
1886
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©