του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Στην γενική πρόβα της πρώτης όπερας του Σεργκέι Ραχμάνινοφ «Αλέκο», πλησίασε τον εικοσάχρονο και παντελώς άγνωστο εκείνη την εποχή συνθέτη, ο Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι και τον ρώτησε:
– Μόλις τελείωσα την όπερα δύο πράξεων «Γιολάντα», η οποία δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να αρκεί για μία ολοκληρωμένη παράσταση. Θα είχατε αντίρρηση, να παιχτεί μαζί με τη δική σας όπερα;
Συγκλονισμένος κι ευτυχισμένος ο Ραχμάνινοφ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη κι έμεινε σιωπηλός, λες και το στόμα του ήταν γεμάτο νερό.
– Αν δεν έχετε αντίρρηση… – συνέχισε ο Τσαϊκόφσκι, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει την σιωπή του νεαρού συνθέτη.
– Έχει χάσει το χάρισμα της ομιλίας, Πιότρ Ιλίτς,- είπε κάποιος.
Ο Ραχμάνινοφ κούνησε το κεφάλι του επιβεβαιώνοντας τα λεχθέντα.
Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω,- είπε χαμογελώντας ο Τσαϊκόφσκι, – έχετε ή όχι αντίρρηση. Αν δεν μπορείτε να μιλήσετε, τουλάχιστον γνέψτε μου…
Αυτό έκανε ο Ραχμάνινοφ.
Σας ευχαριστώ, φιλάρεσκε νεαρέ, για την τιμή που μου κάνετε,- είπε γελώντας ο Πιότρ Ιλίτς.
* * *
Όταν ο Ραχμάνινοφ μετακόμισε στην Αμερική, ένας μουσικοκριτικός τον ρώτησε έκπληκτος:
Μαέστρο, γιατί ντύνεστε τόσο σεμνά;
Έτσι κι αλλιώς δεν με ξέρει κανείς.- απάντησε ο Ραχμάνινοφ.
Με την πάροδο του χρόνου, ο συνθέτης άλλαξε συνήθειες.
Μετά από μερικά χρόνια, ο ίδιος μουσικοκριτικός τον ρώτησε ξανά:
– Μαέστρο, η οικονομική σας κατάσταση άλλαξε προς το καλύτερο, μα δεν ντύνεστε καλύτερα.
Γιατί να το κάνω; Έτσι κι αλλιώς όλοι με γνωρίζουν,- είπε ο Ραχμάνινοφ ανασηκώνοντας τους ώμους του.