Λήδα
Λόγια υψιπετή δε ξέρει,
Μα στήθος λευκό προτεταμένο έχει
Και φιλήδονα αναστενάζει
Κάτω από το μουσελίνας το μαντίλι
Τα πέλματα της γυμνά
Τα μάτια της ανάλαφρα σχιστά,
Γι’ αυτό η καρδιά πιστή πετά
Προς τον αμφίσημο μαγνήτη το δικό τους.
Όταν οι φίλες τραγουδούν
Γύρω του μεσονυχτιού, τη φωτιά
Εκείνη μένει σιωπηλή, με σταυρωμένα χέρια,
Μα θέλει τραγούδια μέχρι το πρωί.
Της κιθάρας η φωνή της είναι κατανοητή
Ως η ηχώ μοιραίων παθών,
Και λένε, δεν είναι λίγες οι κηλίδες –
Των αφιερωμένων στην ασωτία νυχτών –
Στην γυναίκεια της συνείδηση.
Μόνο εγώ δεν την καλώ
Με χτύπο στο ξώστεγο συνθηματικό,
Τις νύχτες της δεν αγοράζω
Μήτε με έρωτα, μήτε με δαχτυλίδι.
Μα η εμφάνιση της είναι γλυκιά για μένα,
Όταν στο κοιμισμένο χωριό
Απλώνεται το πρωινό σκοτάδι:
Εκείνη έρχεται από μακριά
Σχεδόν αθόρυβα, σχεδόν λαμπερή
Θαρρείς και έδωσε στον Άγγελο της Πτώσης
Το ελεύθερο της χέρι.
1921
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
ЛИДА
Высоких слов она не знает,
Но грудь бела и высока
И сладострастно воздыхает
Из-под кисейного платка”
Ее стопы порою босы,
Ее глаза слегка раскосы,
Но сердце тем верней летит
На их двусмысленный магнит.
Когда поют ее подруги
У полуночного костра,
Она молчит, скрестивши руки,
Но хочет песен до утра.
Гитарный голос ей понятен
Отзывом роковых страстей,
И говорят, не мало пятен –
Разгулу отданных ночей –
На женской совести у ней.
Лишь я ее не вызываю
Условным стуком на крыльцо,
Ее ночей не покупаю
Ни за любовь, ни за кольцо.
Но мило мне ее явленье,
Когда на спящее селенье
Ложится утренняя мгла:
Она проходит в отдаленьи,
Едва слышна, почти светла,
Как будто Ангелу Паденья
Свободно руку отдала.
1921