Τα κορίτσια που αγκαλιάσαμε
Με τα οποία πλαγιάσαμε,
Τους φίλους που ήπιαμε παρέα,
Τους συγγενείς, που μας τάισαν και μας αγόραζαν τα πάντα,
Τ’ αδέλφια και τις αδελφές, που μας αγάπησαν τόσο,
Τους γνωστούς, τους τυχαίους γείτονες στο πάνω πάτωμα,
Τους συμμαθητές, τους δάσκαλους, – όλους μαζί,
– Γιατί δεν τους βλέπω πια,
Που εξαφανίστηκαν;
Πλησιάζει το φθινόπωρο, άλλη μια άνοιξη έρχεται,
Η νέα άνοιξη θορύβους άγνωστους βγάζει στις φυλλωσιές,
Μπροστά μου όμως ξαναπερνάνε, με προσπερνάνε μέσα στη νύχτα,
Στην ολόφωτη μέρα – όμορφα άγνωστα πρόσωπα.
Είναι άραγε όλοι αυτοί νεκροί, αν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια.
Καθένας που μ’ αγάπησε, μ’ αγκάλιασε, γέλασε,
Αν είναι δυνατόν να μην ακούω από μακριά του αδελφού την κραυγή,
Αν είναι δυνατόν να έχουν φύγει,
Και να απέμεινα μοναχός;
Εδώ είναι, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους δρόμους,
Περπατάω μόνος, δίχως να συναντώ κανέναν πια,
Απαγορεύεται να μπω: στα στενά καθαρά σκαλοπάτια
Και τα ξένα διαμερίσματα ηχούν στον πόνο μου.
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, νέα ζωή πάνω στον θρήνο μου,
Και, μέτρα πόσες ακόμη, νέες αγάπες, συνήθισε, πόσες και πόσες; ακόμη απώλειες,
Στ’ άγνωστα πρόσωπα, στον ξένο θόρυβο και στα νέα φορέματα,
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, κλείνοντας μου κατάμουτρα την πόρτα.
Φώναξε, λοιπόν, από πάνω μου με το νέο, μεγάλο λάβαρο σου,
Τράνταξε από πάνω μου, αντανακλώντας την σκιά μου
Με την σκληρή σου πέτρα,
Την φωτεινή πέτρα που ‘ναι φάρος μέσ’ στο σκοτάδι,
Αφήνοντας με, αφήνοντας με μαζί με τους νεκρούς μου.
1961
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Июльское интермеццо
Девушки, которых мы обнимали,
с которыми мы спали,приятели,
с которыми мы пили,родственники,
которые нас кормили и все покупали,
братья и сестры, которых мы так любили,знакомые,
случайные соседи этажом выше,
наши однокашники, наши учителя, — да, все вместе, —
почему я их больше не вижу,
куда они все исчезли.
Приближается осень, какая по счету, приближается осень,
новая осень незнакомо шумит в листьях
,вот опять предо мною проезжают, проходят ночью,
в белом свете дня красные, неизвестные мне лица.
Неужели все они мертвы, неужели это правда,
каждый, который любил меня, обнимал, так смеялся,
неужели я не услышу издали крик брата,
неужели они ушли,а я остался.
Здесь, один, между старых и новых улиц,
прохожу один, никого не встречаю больше,
мне нельзя входить, чистеньких лестниц узостьи
чужие квартиры звонят над моей болью.
Ну, звени, звени, новая жизнь, над моим плачем,
к новым, каким по счету, любовям привыкать, к потерям,
к незнакомым лицам, к чужому шуму и к новым платьям,
ну, звени, звени, закрывай предо мною двери.
Ну, шуми надо мной, своим новым, широким флангом,
тарахти подо мной, отражай мою теньсвоим камнем
твердым,светлым камнем своим маячь из мрака,
оставляя меня, оставляя менямоим мертвым.
1961