Written by 11:14 am Αισθητική, Αργυρός αιώνας, Δοκίμιο

Μιχαήλ Ματιούσιν Ο ρωσικός κυβοφουτουρισμός

Την εποχή εκείνη η ενιαία επιτροπή της «Ένωσης νεολαίας» αποφάσισε να ιδρύσει ένα φουτουριστικό θέατρο. Το καλοκαίρι αποφασίσαμε να μαζευτούμε στο Ουουσικίρκο στην Φινλανδία, στο εξοχικό της Γκουρό, για να επεξεργαστούμε την περαιτέρω κοινή μας δουλειά. Ήρθαν ο Μάλεβιτς και ο Κριουτσιόνιχ. Ο Χλέμπνικοφ δεν ήρθε. Το θέμα ήταν ότι ενώ είχε αποφασίσει να έρθει, έσφιγγε τα χρήματα για τα εισιτήρια σαν παιδί στη χούφτα του, πήγε όμως στα λουτρά και μόλις μπήκε στο νερό την άνοιξε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εισπράξουμε μια πένθιμη άρνηση να έρθει μαζί με την περιγραφή όλων όσων συνέβησαν.
Καταρτίσαμε ένα σχέδιο δράσης, οι τρεις μας γράψαμε το μανιφέστο κι αρχίσαμε να δουλεύουμε εντατικά πάνω στην όπερα «Νίκη επί του Ήλιου». Εγώ έγραφα μουσική, ο Κριουτσόνιχ το κείμενο, ο Μάλεβιτς σχεδίασε τα σκηνικά και τα κοστούμια. Συζητούσαμε τα πάντα. Ο Κριουτσιόνιχ ξανάγραφε το κείμενο, όταν εγώ με τον Μάλεβιτς του υποδεικνύαμε τα αδύναμα σημεία του. Ταυτόχρονα, εγώ άλλαζα εκείνα τα μέρη που δεν ανταποκρίνονταν στον κοινό μας στόχο. Ολοκληρώσαμε τις εργασίες μας στην Πετρούπολη τον Δεκέμβριο, όταν ανέβηκαν οι παραστάσεις «Νίκη επί του Ήλιου» και η τραγωδία «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι».

Γιλένα Γκουρό
Πορτραίτο του Μιχαήλ Ματιούσιν με βιολί (1903)

Η παράσταση αυτή μας δίδαξε πολλά και μας έδειξε πως το κοινό ελάχιστα την εποχή εκείνη κατανοούσε εκείνο το νέο, για το οποίο τόσο πολύ μιλούσαν στις συζητήσεις, στις εκδόσεις, στην μουσική, στους πίνακες.
Στην «Νίκη επί του Ήλιου» υπογραμμίζαμε το ξεψύχισμα του αισθητισμού της τέχνης και της ζωής.

Δύο Μπουντελιάνοι γίγαντες τραγουδούν:
Τις χοντρές ομορφονιές
Τις κλείσαμε στο σπίτι
Ας τριγυρνούν θεόγυμνοι
Διάφοροι
Δεν έχουμε τραγούδια
Αναστεναγμών βραβεία
Για να γλεντήσει η μούχλα
Των σάπιων μαλακίων…

Οι παλιοί εστέτ στο πρόσωπο του Νέρωνα και του Καλιγούλα (τους ρόλους υποδύονταν το ίδιο πρόσωπο) λοιδορούνταν και την ίδια στιγμή στην ειρωνεία αναφερόταν η αδυναμία διαμαρτυρίας:
Ο Νέρων (και ο Καλιγούλα) τραγουδάει:

«Τρώω τον σκύλο
Και την λευκοπόδαρη γάτα
Τον τηγανητό κεφτέ
Την ταγκιασμένη πατάτα
Το μέρος είναι περιορισμένο
Η σφραγίδα σωπαίνει
ΖΞΨ»
«Ο Ήλιος ηττήθηκε από την παλιά αισθητική:
Ξεριζώσαμε τον ήλιο με φρέσκιες ρίζες
Μύριζαν αριθμητική οι λιπαρές
Να κοιτάξτε»

Κανείς από τους ποιητές δεν με συγκλόνιζε με το έργο του τόσο άμεσα, όσο ο Κριουτσιόνιχ. Οι ιδέες του, κρυμμένες σε λεξιπλαστικές φόρμες, δείχνουν παντελώς ακατανόητες, εγώ όμως και Μάλεβιτς, δουλεύοντας μαζί του, καταλάβαμε πολλά. Συχνά λέγαμε όταν είχαμε κάποια αναποδιά – «μυρίζει βροχερή αποτυχία» (από την «Νίκη επί του Ήλιου»).
Ο Κριουτσιόνιχ έγραψε: «Η δημιουργία θα πρέπει να βλέπει τον κόσμο από το τέλος, θα πρέπει να μάθει να κατανοεί το αντικείμενο διαισθητικά, διαπεραστικά, να το κατανοεί όχι στις τρεις διαστάσεις, αλλά σε τέσσερις, σε έξι κι ακόμη περισσότερες. Θα πρέπει να εξαλείψουμε τις χρησιμοποιούμενες μέχρι τώρα λέξεις και να επινοήσουμε άλλες, καθαρά ρωσικές».

Αυτοπορτραίτο
αρχές της δεκαετίας 1900

Όταν έγραφα μουσική για τα λόγια του, εκεί όπου ένας ταραγμένος χοντρός τύπος κοιτάζει την «10η χώρα» και δεν κατανοεί το νέο χώρο, φανταζόμουν τόσο πειστικά καθαρά η νέα χώρα των νέων δυνατοτήτων. Νόμιζα πως βλέπω και ακούω στρώματα των μαζών που σωστά τοποθετούν τις ρίμες εσαεί. Νομίζω πως αυτό κατάφερα να το εκφράσω στην μουσική. <…>
Θυμάμαι τα λόγια που μου είπε ο Κριουτσιόνιχ σε μία από τις πρόβες:
– Μιχαήλ Βασίλιεβιτς, εξηγήστε στους φοιτητές τραγουδιστές την ουσία των ακατανόητων λέξεων.
Το θέμα ήταν ότι οι φοιτητές που έπαιζαν ρόλους και η χορωδία παρακάλεσαν να τους εξηγήσουμε το περιεχόμενο της όπερας. Πίσω από τους λεκτικούς ακροβατισμούς δεν έβλεπαν κανένα νόημα και δεν ήθελαν να παίζουν χωρίς να καταλαβαίνουν. Ξεκίνησα να τους εξηγώ και τους είπα περίπου τα εξής:
Δεν προσέχουμε τις αλλαγές στη γλώσσα, ζώντας στην εποχή μας. Η γλώσσα όπως κα οι λέξεις αλλάζουν διαρκώς συν τω χρόνω, οι περιττές λέξεις απορρίπτονται, το ίδιο και ολόκληρες προτάσεις της παλιάς τάξης και αντικαθίστανται από νέες. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα ποίημα από τα τέλη του 18ου αιώνα:

Έργα μεγάλα και θαυμαστα
Ηχούν κάτω από τη συννεφιασμένη χώρα
Και τους κληρονόμους τιμώντας δεν είναι ευγενικό
Στην λύρα γκριμάτσες να κάνεις∙
Αν όμως ζευγάρια πλουμιστά
Με την τέχνη μόνο ενθουσιάζονται,
Καρδιές, χωρίς αλήθεια, αιχμαλωτίζουν,
Τότε αιώνια στις αλλαγές του μέλλοντος
Τέτοια παραμύθια θα πρέπει να ακούν
Σαν εκείνα που έλεγε ο Όμηρος στον καιρό του.

Νομίζω πως το ποίημα αυτό του Ντερζάβιν σας είναι εξίσου ακατανόητο με την όπερά μας. Επίτηδες σας θέτω ανάμεσα σε δύο εποχές, τη νέα και την παλιά, γιατί να καταλάβετε επιτέλους πόσο πολύ αλλάζει ο τρόπος έκφρασης. Το να συμφωνήσουμε ότι κάτι, σημαίνει να κατανοήσουμε. Διαβάζοντας Χέμιντσερ, Χεράσκοφ, θα πρέπει να καταλάβετε τι είναι ο νέος λόγος.
Διαβάζω ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα του Κριουτσόνιχ και εξηγώ τα παραλειπόμενα:

Πόρτα
φρέσκια παπαρούνα
φιλάω
γράφει
δύση
αγοράκι
σκυλάκι
ποιητής
η παιδική ηλικία
Χτύπημα
μαχαίρι
ρεύμα
μελάνιασε
ζήσε
ζεις και πεθαίνεις
η ζωή είναι πιο πληκτική από το θάνατο
ζήσε νεκρέ
αυτός που πιπιλάει τους νεκρούς
πάντα φρέσκους
και έτσι ζω
άδειος
κλούβιος.

Αυτό το εκπληκτικό ποίημα του Κριουτσιόνιχ υποχρεώνει την φαντασία άθελα της να δουλέψει, οξύνοντας την εντύπωση της διαλεκτικής της.
Στη συνέχεια τους εξήγησα ότι η παλιά φόρμα είναι τόσο προσβάσιμη που ακόμη και οι γραφιάδες άνετα γράφουν ποιήματα μιμούμενοι τον Λέρμοντοφ και ότι ο προηγούμενος τρόπος αφήγησης ή περιγραφής είχε διαστρεβλωθεί τόσο πολύ από τις προτάσεις, τα μεγάλα λόγια, που σήμερα θεωρείται ανόητος.
Να, ένα παράδειγμα: πρόσφατα συνάντησα ένα γέροντα, καλλιεργημένο για την εποχή του και ο οποίος άρχισε να μου λέει πως ξέχασε τις γαλότσες του. Άρχισε από την σπορά στο Νότο και από τι ρούχα φορούσαν την εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη γαλότσες και πως ο ναός του Αγίου Ισαάκ δεν είχε καν ξεκινήσει να χτίζεται, ενώ οι τιμές του κρέατος ήταν πολύ χαμηλές.
Αυτό προκάλεσε την θορυβώδη επιδοκιμασία των ακροατών.
Τους εξήγησα ότι η όπερα έχει βαθύ εσωτερικό περιεχόμενο, λοιδορώντας τον παλιό ρομαντισμό και τις πολλές κενολογίες, ότι ο Νέρωνας και ο Καλιγούλας είναι οι φιγούρες του αιώνιου εστέτ, ο οποίος δεν βλέπει τη «ζωή», αλλά αναζητάει παντού το «κάλλος» (η τέχνη για την τέχνη), ότι ο ταξιδευτής σε όλους τους αιώνες – αυτός ο τολμητίας αναζητής – ο ποιητής, ο ζωγράφος οραματιστής, ότι ο αντίπαλος που παλεύει με τον εαυτό του, είναι το τέλος των μελλοντικών πολέμων και ότι η όλη η «Νίκη επί του Ήλιου» είναι η νίκη επί της παλιάς συνηθισμένης έννοιας περί ήλιου ως «κάλλους».
Κατάφερα να πείσω απολύτως τους φοιτητές. Με χειροκρότησαν και έγιναν οι καλύτεροι βοηθοί μας.
Χορηγοί της παράστασης ήταν ο Ζεβερζέγιεφ και ο Φοκίν, χορηγός του «Θεάτρου μινιατούρων» στην οδό Τρόιτσκαγια. Οι πρώτες μας πρόβες στο «Θέατρο των μινιατούρων» πιθανών να ενθάρρυναν τους μαικήνες μας∙ ο Φοκίν, αφού άκουσε την πρώτη πράξη της όπερας, φώναξε χαρούμενα:
– Μ’ αρέσουν αυτά τα παιδιά!
Η παράσταση είχε αποφασιστεί. Νοικιάσαμε το θέατρο της Κομισαρζέφσκαγια στην οδό Οφιτσιέρσκαγια και ξεκινήσαμε εκεί τις πρόβες μας, αλλά οι μαικήνες μας δεν ήταν πολύ γενναιόδωροι. Δεν μπορούσαμε να νοικιάσουμε ένα καλό πιάνο, φέραμε καθυστερημένα μια παλιά «κατσαρόλα», χορωδία νοικιάσαμε από την οπερέτα, ήταν πολύ κακοί και μόνο δύο μονωδοί, ο τενόρος και ο βαρύτονος, ήταν κατάλληλοι.
Κάναμε βιαστικά όλο κι όλο δύο πρόβες.
Δεν έδωσαν υλικά στον Μάλεβιτς για τα σκηνικά.

Αυτοπορτραίτο
1917

Την ημέρα της πρώτης παράστασης στην αίθουσα έγινε ένα «τρομακτικό σκάνδαλο». Οι θεατές διαχωρίστηκαν σε εκείνους που μας υποστήριζαν και στους δυσαρεστημένους. Οι μαικήνες μας ήταν τρομερά θυμωμένοι και από το θεωρείο της διεύθυνσης έκαναν χειρονομίες δυσαρέσκειας και σφύριζαν μαζί με τους δυσαρεστημένους.
Η κριτική, φυσικά, μας δάγκωσε, αλλά δεν μπόρεσε να κρύψει την επιτυχία που είχαμε ανάμεσα στη νεολαία. Για να δουν την παράσταση είχαν έρθει οι Μοσχοβίτες Εγω-φουτουριστές ντυμένοι παράξενα, άλλος φορούσε μπροκάρ, άλλος μετάξια, με ζωγραφισμένα πρόσωπα και διαδήματα στο μέτωπο.
Ο Κριουτσόνιχ έπαιξε εκπληκτικά καλά τον ρόλο του «αντιπάλου», ο οποίος παλεύει με τον εαυτό του. Ο ίδιος έπαιξε και το ρόλο του «αναγνώστη».
Ο Μάλεβιτς είχε φτιάξει όμορφα σκηνικά, τα οποία απεικόνιζαν περίπλοκα μηχανήματα και το πορτραίτο μου. Ο ίδιος είχε σκεφτεί ένα ενδιαφέρον τρικ: για να κάνει τεράστιους στην πρώτη πράξη του δύο Μπουντελιάνους γίγαντες, έβαλε στους ώμους τους, στο ύψος του στόματος κεφάλια με τη μορφή κράνους από χαρτόνι. Αυτό προκάλεσε την αίσθηση των δύο γιγαντιαίων ανθρώπινων φιγούρων.
Ο Ζεβερζέγιεφ τρόμαξε πάρα πολύ όταν του πρότεινα να επιστρέψει στον Μάλεβιτς τα σκίτσα με τα κοστούμια που είχε (δεν τα είχε αγοράσει, ήταν τσιγκούνης), αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας πως δεν έχει κανένα σκίτσο του Μάλεβιτς και πως γενικά δεν είμαι μαικήνας και δεν θέλει να έχει καμιά σχέση μαζί μας.
Φυσικά, καταφέραμε να εκδώσουμε την όπερα «Νίκη επί του Ήλιου» με τη μορφή του λιμπρέρο και ορισμένες παρτιτούρες μουσικής.
Σύντομα, η εταιρεία καλλιτεχνών «Ένωση νεολαίας» διαλύθηκε. Το τέταρτο τεύχος του περιοδικού δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας μπροκάρ έπαψε να το επιχορηγεί.
Τα πρώτα βήματα στην τέχνη είναι πάντα δύσκολα και βαριά. Εκείνος που είδε τον Μάλεβιτς με ένα τεράστιο ξύλινο κουτάλι στην μπουτονιέρα, τον Κριουτσόνιχ με ένα μαξιλαράκι από το ντιβάνι να κρέμεται με ένα σχοινί από τον λαιμό του, τον Μπουρλιούκ με ένα διάδημα στο ζωγραφισμένο του πρόσωπο, τον Μαγιακόφσκι να φοράει μια κίτρινη ζακέτα, πολύ συχνά δεν υποπτευόταν ότι αυτό είναι ένα χαστούκι στο καλό γούστο. Η χαρά του θα μετατρεπόταν σε οργή, αν καταλάβαινε πως με όλα αυτά ειρωνευόμασταν την χυδαιότητα του μικροαστικού τρόπου ζωής.
1934

 Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίου του «Η δημιουργική πορεία του ζωγράφου»

 Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

(Visited 307 times, 1 visits today)
Close