Μία ἀπό τίς “Ἑπτά καί μία ἱστορίες”*
ἀναφορά καί σχόλιο στό βιβλίο “IVA – Ἔσοπτρο Μυστηριώθους Ὀθόνης”
τῆς Νατάσας Κεσμέτη
Εἶμαι βέβαιος ὅτι κανένα ἀπό τά πρόσωπα ὅσα κινοῦνται στήν ἐξαίρετη μυθιστορία τῆς Νατάσας Κεσμέτη IVA – Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης («Ἁρμός», 2017) δέν εἶναι πλαστό, ἄρα οὔτε ἡ ἔξοχη γκεσταπίτισσα μέ τόν ὑποδειγματικό βίο καί τήν ἀμείλικτη γλώσσα. Ἀλλά πῶς γίνεται νά εἶναι τύπος καί ὑπογραμμός μιά γυναίκα σταμπαρισμένη μέ τόσο ἀποτρόπαιο παραγκώμι; Ἄς ἀκουστεῖ ἡ φωνή της (σελ. 229):
Μοῦ κολλήσανε τό παρατσούκλι «Ἡ Γεκστάπο» καί νομίζανε πώς δέν τό γνώριζα! Μά ἐγώ τά ἔβλεπα ὅλα καί τούς ἤξερα ἕναν-ἕναν τούς φιλολόγους μου! Τίς φιλοδοξίες τους, τίς ἀδυναμίες τους, τά ἰδιαίτερα χαρίσματά τους. Ποιός μέθαγε μέσα στήν τάξη, ποιός ἤθελε νά προβάλει τίς γνώσεις του, ποιός ἤθελε νά μαγέψει τούς μαθητές, ποιός ἦταν ἐμπαθής, ποιός ἦταν πράος, ποιός εἶχε στέρεες γνώσεις, ποιός ἦταν στήν πραγματικότητα φανφάρα καί τόν ἐνδιέφερε κυρίως ἡ καριέρα καί ἡ ἐξέλιξη στόν κλάδο. Ποιός ἦταν καλλιτέχνης, λόγιος, ποιητής πού δέν χώραγε πουθενά, ποιός ἦταν γεννημένος Δάσκαλος, κι αὐτό ἦταν ἡ Καλλιτεχνία του, τό Μεράκι του, ἡ Ἱεροσύνη του.
Ἐνδέχεται ἐκεῖνος πού πρῶτος τήν ὀνομάτισε ἔτσι, νά θαύμαζε ἤ νά ζήλευε κατά βάθος τό τσαγανό της, τόν διάπυρο ζῆλο της γιά τή διδασκαλία. Ὡστόσο τό ἀπολυτως βέβαιο εἶναι ὅτι ὄχι λίγοι φιλόλογοι τῆς ἐκπαιδευτικῆς περιφέρειας στήν ὁποία ἦταν Ἐπιθεωρήτρια, ἐκεῖνοι δηλαδή πού μαίνονταν στίς συνδικαλιστικές συνελεύσεις «Ἔξω ὁ Ἐπιθεωρητής χωροφύλακας!», θά ἔπριον τούς ὀδόντας, ὅταν τήν ἀποκαλοῦσαν, φανερά ἤ ἐνδόμυχα, «γκεσταπίτισσα». Δαγκώνεις ὅπως καί ὅσο μπορεῖς, ὅταν ὁ ἄλλος ἐλεεινολογεῖ «τά κεκτημένα» σου (σ. 228):
Ὁ Δάσκαλος δέν μπορεῖ νά εἶναι νάρκισσος, ψεύτης, φίλαυτος, βιαστικός, ἀμόρφωτος, ἀπατεώνας, ὑπαλληλίσκος βολεμένος, ἀκόμα κι ἄν ἔχει οἰκογένεια, ὑποχρεώσεις, παιδιά δικά του, ὅλο νά σκέφτεται τά λεφτά, τόν μισθό, τά ἐπιδόματα, τά ἰδιαίτερα, τά φροντιστήρια, τίς ἀργίες καί τίς ἄδειες.
Καί ἀκόμη (σς. 228-229):
Ὁ ὑπαλληλίσκος νά λούφαζε καλύτερα σέ κάνα γραφεῖο, νά κάνει τόν ταξιτζή, νά κάνει τόν ἐργάτη, ἄλλες δουλειές ἀντί νά τσακίζει ψυχές, νά στεγνώνει τή θέληση, τήν ὁρμή καί τή χαρά τῆς μάθησης. Μέ δυό λόγια νά ὠθεῖ στήν τεμπελιά καί νά σπέρνει τήν ἀπελπισία πού θερίζεται καμιά τριανταριά χρόνια μετά, μπορεῖ καί νωρίτερα… Τό ἴδιο κι ἡ νοικοκυρούλα, νά πήγαινε στό σπίτι της νά τό σιάχνει παρά νά ρημάζει τήν Ποίηση καί τήν Γλώσσα! Ἐμένα πού μέ βλέπεις μέ λέγανε «Γκεσταπώ» ὅταν ἔγινα Ἐπιθεωρήτρια.
Τυχαίνει νά γνωρίζω ποιά ἦταν ἡ Ἐπιθεωρήτρια καί μαρτυρῶ μέ τό χέρι στήν καρδιά πώς ὅταν ἦταν ἁπλή καθηγήτρια τηροῦσε μέχρι κεραίας ὅσα ἀργότερα ἀπαιτοῦσε ἀπό τούς φιλολόγους της. Ἀλλά στά τελευταῖα σαράντα τόσα χρόνια ὁ «ὀργανωμένος κλάδος» δέν φοβήθηκε τό ἐνδεχόμενο οἱ ἀξιολογητές νά εἶναι ἀκατάρτιστοι, ἀδιάφοροι ἤ ἀνίκανοι. Τόν τρόμαζε ἡ πιθανότητα ὅτι κάποιοι ἀπό τούς Ἐπιθεωρητές ἤ τούς Σχολικούς Συμβούλους θά ἦταν γκεσταπίτες καί θά ἐπιχειροῦσαν νά θεραπεύσουν τά ἕλκη.
Στά χρόνια τῆς φοίτησής μου στό Διδασκαλεῖο Μέσης Ἐκπαιδεύσεως (1972-1974) ἦλθαν ἔτσι τά πράγματα ὥστε δέν κατάφερα νά ἔχω ἐπαφή μέ τήν κατοπινή «γκεσταπίτισσα», μολονότι συστεγαζόμασταν. Ἀργότερα, ὅταν προβιβάστηκε στόν βαθμό τοῦ Γυμνασιάρχη καί βρέθηκε στήν πατρίδα τῆς μητέρας μου, εἶχα τή χαρά νά συζητήσω μαζί της ἕνα καλοκαιρινό βράδυ δίπλα στή θάλασσα. Διαλεγόμασταν ἐμπαθῶς – κι ἄς λέει ὁ Ἀλέξανδρος «ὁ φλοῖσβος ἐπιτάσσει σιωπήν» – γιά τούς σφοδρούς μας ἔρωτες, δηλαδή τήν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων καί νέων κειμένων. Ἀναρωτιέμαι, καθυστερημένα ὅπως πάντοτε, πῶς δέν σκέφτηκα νά χωθῶ μιά ὥρα στήν τάξη της ὅταν μετεκπαιδευόμουν. Καί λέω πώς θά ἦταν μεγάλη τύχη, ἄν στά ἐπιθεωρητικά της χρόνια εἶχε τοποθετηθεῖ στή Χαλκίδα.
(Ὄχι, δέν κακόπαθα ἀπό τους ἐπιθεωρητές πού πέρασαν ἀπό τήν Εὔβοια, ὅμως θά ἦταν ἀλλιῶς μέ τήν Γκεστάπο, κάτι σάν πανηγύρι ἄλλης λογῆς. Καί ἴσως νά ἔρχονταν ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά τά θαλασσώνω ὅταν θά ἔμπαινε στίς τάξεις μου. Ἀκριβοδίκαιη πάντοτε καί ἀνεξαίρετα δέν θά μοῦ χαριζόταν οὔτε μιά σταλιά καί μπορεῖ ἔτσι νά δραπέτευα ἀπό τήν ἀνοστιά τῆς γυμνασιαρχίας.)
Δέν ἔμαθα πότε ἐκδήμησε. Ἐνόσῳ ἀναπνέω θά θυμᾶμαι τήν χρηστή γκεσταπίτισσα Π. Ρ. μαζί μέ τήν ὁμοδοξη φίλη της Γεωργία Παπακωστούλα. Ἀλλά καιρός νά τῆς ξαναδώσω τόν λόγο (σ. 228):
Τό νά κάνεις καλά τή δουλειά σου εἶναι Χάρισμα, εἶναι Δῶρο. Καί μάλιστα τέτοια δουλειά, πού ὅ,τι καί νά λένε σήμερα, δ έ ν εἶναι ὅποια-ὅποια. Οὔτε εἶναι ἕνα σκέτο «δικαίωμα», οὔτε μπορεῖ νά περιοριστεῖ στά προγράμματα καί τίς ὑπουργικές ἐγκυκλίους. Εἶναι Μεγάλο Κοπιαστικό Ἔργο Ζωῆς, γιά ταγμένους ἐπίλεκτους, γιά ἀποφασισμένους καμικάζι, γιά Πολεμιστές Σαολίν. Γιά Μοναχούς. Δέν εἶναι γιά τόν καθένα.
Ἡ αὐστηρή Π. Ρ., πού δέν χαριζόταν οὔτε στίς μαθήτριές της, εἶναι σημαῖνον πρόσωπο ταῆς μυθιστορίας καί ἡ παρουσία της γίνεται μέ τό παραπάνω αἰσθητή καί σέ ἄλλες σελίδες. Λοιπόν εἶμαι διπλά ὀφειλέτης στή Νατάσα Κεσμέτη: γιά ὁλόκληρο τό βιβλίο της πού μέ φίλιωσε κάπως μέ τήν ἀλλοτινή Ἀθηνα καί γιά τόν σπουδαῖο Ἐπιτάφιο πού ἔγραψε πρός τιμήν τῆς ἀξιοθαύμαστης καί μακαριστῆς γκεσταπίτισσας Πανώριας Ρέλια.
Ὑστερόγραφο
Κανένα ἀπό τά κείμενα ὅπου ἐξιστοροῦνται ὀκτώ διδασκαλίες μου ἐνώπιον Ἐπιθεωρητῶν δέν περιέχει φανταστικά στοιχεῖα. Τό πρῶτο ἀφήγημα «Πατέρας καί γιός» ἔχει ἄλλον πρωταγωνιστή καί ἡ «Ἐπιλογική προσημείωση…» ἑδράζεται στίς ἀναμφισβήτητες μαρτυρίες τῆς Κατίνας Παπᾶ καί τῆς Ἔλλης Ἀλεξίου.
Δίχως ἐγκαύχηση προσθέτω ὅτι ἐπιθεωρήθηκα τουλάχιστον ἄλλες ὀκτώ φορές. Δέν τίς ἐξιστόρησα, γιατί τό νερό στ’ αὐλάκι ἔτρεξε ἤρεμα. (Οἱ Έπιθεωρητές δέν ἦταν πάντοτε ἀπαλλαγμένοι ἀπό ἀδυναμίες, προκαταλήψεις ἤ κάποια ὑπεροψία, ἀλλά καί οἱ πιο ζαβοί ἀπό αὐτούς δέν ἔρχονταν μέ ξεθηκαριωμένα τά σπαθιά.)
Ὁ πειρασμός μοῦ ὑποψυθιρίζει νά μιλήσω καί γιά τίς ἔξω ἀπό τίς τάξεις συνεχεῖς ἀντιδράσεις ἤ προστριβές μέ τά ἐποπτικά ὄργανα τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης. Ὅλοι ὅμως ἔχουν συγχωρεθεῖ καί ἐγώ βρίσκομαι στό κατώφλι τῆς ἐξόδου πιά. Ἄς μείνουν ἀκατάγραφα τά περιστατικά, ἀφοῦ δά δέν κατέβαλα κανένα τίμημα.
Τά ὀκτώ κείμενα τοῦ κυρίου σώματος τοῦ βιβλίου δέν ἀκολουθοῦν τή σειρά πρώτης δημοσιεύσεως, ἡ ὁποία σημειώνεται στό τέλος κάθε κεφαλαίου. Προτιμήθηκε ἡ κατάταξη σύμφωνα μέ τή χρονολογία ἐπίσκεψης τῶν Ἐπιθεωρητῶν…
* Τό κείμενο ἐμπεριέχεται στό βιβλίο : “Ποιός Φοβᾶται τόν Κύριο Ἐπιθεωρητή; Ἑπτά καί μία ἱστορίες – Ἐκδόσεις Κουκούτσι, Αθήνα, Οκτώβριος 2018.
** Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος γεννήθηκε το 1933 στο Διδυμότειχο, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως φιλόλογος. Μεγάλωσε και μένει στη Χαλκίδα. Σπούδασε φιλολογία στο Παν/μιο Αθηνών, με αρχαιοελληνιστές το Στυλιανό Κορρέ, Αντώνιο Χατζή, Κων/νο Βουρβέρη και Ιωάννη Σταματάκο. Εργάστηκε από το 1959 ως το 1990 στη μέση εκπαίδευση (τα τρία πρώτα χρόνια στην Κύπρο). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Το λαγούμι”, Δόμος, 1979, και “Για το θαλασσινό αηδόνι”, Δόμος, 1984 (έκδοση εκτός εμπορίου), τα πεζά “Τρία θαλασσινά ειδύλλια”, Δόμος, 1985, “”Επισείουσα Ανέμου””, Δημόσια Βιβλιοθήκη Χαλκίδας, 1989, “Λιμενάρχης Ευρίπου”, Κέδρος, 1993, Νεφέλη, 2002, “Ανύπαρχτο λιμάνι”, Διάμετρος, 1998, και το “μικτό είδος” “Το βαθύ πηγάδι ή εκρήξεις συναφών φωτοβολίδων”, Στιγμή, 1989. Ασχολείται με την έκδοση και τη μελέτη του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. (πηγή biblioNet).
Από το: https://natashazacharopoulou.blogspot.com/2018/12/blog-post_2.html