Ο Βάνκα Ζούκοφ, ένα εντεκάχρονο αγόρι, το οποίο πριν τρεις μήνες το πήρε κοντά του ως παραγιό ο τσαγκάρης Αλιάχιν, την παραμονή των Χριστουγέννων δεν έλεγε να κοιμηθεί. Αφού περίμενε πότε τα αφεντικά και οι βοηθοί τους θα φύγουν για τον όρθρο, έβγαλε από τον μπουφέ το μελανοδοχείο, την πένα από φτερό και αφού ξεδίπλωσε ένα τσαλακωμένο χαρτί, άρχισε να γράφει. Πριν γράψει το πρώτο γράμμα, αρκετές φορές κοίταξε τρομαγμένα στην πόρτα και τα παράθυρα, λοξοκοίταξε την μαυρισμένη εικόνα, στις δύο πλευρές της οποίας υπήρχαν μεγάλα ράφια με καλαπόδια και αναστέναξε ξεφυσώντας. Το χαρτί ήταν απλωμένο πάνω σε ένα σκαμνάκι, ενώ ο ίδιος ήταν γονατιστός μπροστά του. «Καλέ μου παππού, Κωνσταντίν Μακάριτς! – έγραψε.- Να, που σου γράφω γράμμα. Χρόνια πολλά για τα Χριστούγεννα και σου εύχομαι όλα τα καλά του Θεού. Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μητερούλα, μόνο εσύ μου απέμεινες». Ο Βάνκα έστρεψε το βλέμμα του στο σκοτεινό παράθυρο, πάνω στο οποίο τρεμόπαιζε η αντανάκλαση του κεριού του και με την ζωηρή του φαντασία είδε τον παππού του Κωνσταντίν Μακάριτς, ο οποίος δούλευε νυχτοφύλακας για τους Ζιβάρεφ, τα αφεντικά του. Ήταν ένας μικροκαμωμένος, λεπτός, αλλά ασυνήθιστα ευκίνητος και ζωηρός γέροντας 65 χρόνων, με αιωνίως ζωγραφισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του και μεθυσμένο βλέμμα. Τα πρωινά κοιμόταν στην κουζίνα για το προσωπικό του αρχοντικού ή πείραζε τις μαγείρισσες, τις νύχτες όμως, τυλιγμένος σε μία μεγάλη κάπα, περιφερόταν γύρω από την έπαυλη και χτυπούσε την ματσόλα του. Τον ακολουθούσαν με κατεβασμένο το κεφάλι, η γριά Καστάνκα και ο αρσενικός Βιουν, που τον φώναζαν έτσι για το μαύρο του χρώμα και το μακρύ σου σώμα, που ήταν σα χάδι. Αυτός ο Βιουν ήταν ασυνήθιστα υπάκουος και τρυφερός, αντιμετώπιζε τους πάντες φιλικά, είτε ήταν του σπιτιού, είτε ξένοι, μα ήξερε καλά την δουλειά του. Πίσω από το υπάκουο βλέμμα και την ηρεμία του, κρυβόταν μία ιησουίτικη πανουργία. Κανείς άλλος δεν κατείχε τόσο καλά την τέχνη εγκαίρως να αρπάξει και να δαγκώσει ένα πόδι, να φτάσει μέχρι επιπλέοντες πάγους ή να κλέψει μία κότα από κάποιον μουζίκο. Τον χτυπούσαν διαρκώς στα πίσω πόδια, δύο φορές τον κρέμασαν, κάθε βδομάδα τον ξυλοκοπούσαν άγρια, αυτός όμως πάντα ξαναζωντάνευε. Τώρα πια, μάλλον, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην πόρτα, θα μισοκλείνει τα μάτια κοιτάζοντας το έντονα φωτισμένα κόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού και θα χαριεντιζόταν με καμιά υπηρέτρια. Το μαστέλο του θα ήταν δεμένο στη ζώνη του. Θα χτυπάει τα χέρια του, θα σφίγγεται από την παγωνιά και χαχανίζοντας σαν γέρος, θα τσιμπούσε την καμαριέρα ή την μαγείρισσα. – Μήπως θέλετε να πάρετε μία τζούρα καπνό;- θα έλεγε, δείχνοντας την ταμπακιέρα του στις γυναίκες. Εκείνες, θα έπαιρναν μία τζούρα με την μύτη τους και θα φταρνίζονταν. Ο παππούς θα εκστασιαζόταν απερίγραπτα, θα γελούσε χαρούμενα και θα φώναζε: – Τραβάτε, έχει παγωνιά! Θα έδιναν και στα σκυλιά να μυρίσουν τον καπνό. Η Καστάνκα θα φταρνιζόταν, θα κουνούσε τον κεφάλι της και, θυμωμένη, θα πήγαινε παραπέρα. Ο Βιουν όμως, σεβαστικός, δεν θα φταρνιζόταν, αλλά θα κουνούσε την ουρά του. Ο καιρός θα είναι απλά θαυμάσιος. Ο αγέρας θα είχε καταλαγιάσει και θα ήταν καθαρός. Η νύχτα σκοτεινή, μα φαίνεται όλο το χωριό με τις κατάλευκες σκεπές και τις στήλες καπνού που βγαίνουν από τις καμινάδες, τα δέντρα, ασημένια από την αχλή, οι στοίβες του χιονιού. Στον ουρανό διάσπαρτα τα αστέρια, φαίνεται και ο Γαλαξίας φαίνεται τόσο καθαρά, θαρρείς και πριν την γιορτή τον έπλυναν και τον έτριψαν με χιόνι… Ο Βάνκα αναστέναξε, βούτηξε την πένα και συνέχισε να γράφει: «Ψες είχα μαλλιοτράβηγμα. Το αφεντικό με έσυρε τραβώντας με από τα μαλλιά στην αυλή και με χτύπησε με το ζωνάρι, γιατί ενώ κουνούσα την κούνια του μωρού τους για να το νανουρίσω με πήρε ο ύπνος. Στις αρχές της βδομάδας, η αφεντικίνα μου είπε να καθαρίσω μία ρέγκα, αλλά εγώ άρχισα από την ουρά, τότε εκείνη πήρε την ρέγκα και μου την έτριψε στην μούρη. Οι βοηθοί με κοροϊδεύουν, με στέλνουν στο καπηλειό να αγοράσω βότκα και με προστάζουν να κλέψω αγγουράκια από τα αφεντικά, αλλά το αφεντικό με χτυπάει με ό,τι βρίσκει μπροστά του. Δεν μου δίνουν καθόλου φαγητό. Το πρωί μου δίνουν ψωμί, το μεσημέρι χυλό και το βράδυ πάλι ψωμί, τσάι και σούπα, τρώνε μόνο τ’ αφεντικά. Μου λένε να κοιμηθώ στ’ άχυρα πάνω, μα όταν το μωράκι τους αρχίζει να κλαίει, δεν μπορώ να κοιμηθώ και πρέπει να κουνάω την κούνια του. Καλέ μου παππούλη, κάνε μου την χάρη για όνομα του Θεού, πάρε με από δω, φέρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο πια… Πέφτω στα πόδια σου και στον Θεό αιώνια θα προσεύχομαι, πάρε με από ‘δω, θα πεθάνω…». Ο Βάνκα στράβωσε το στόμα του, σκούπισε με την μαύρη χούφτα του τα μάτια και ξεροκατάπιε. «Θα τρίβω τον καπνό σου, – συνέχισε,- θα προσεύχομαι κι αν δεν είμαι φρόνιμος τότε χτύπα με σαν την γίδα του Σίντοροφ. Και μην νομίζεις πως δεν έχω δουλειά να κάνω, εγώ για τ’ όνομα του Χριστού, θα ζητήσω να καθαρίζω τις μπότες του αφέντη και αντί για τον Φέντια θα πάω βοσκόπουλο. Καλέ μου παππούλη, δεν έχω πια άλλες ευκαιρίες, μόνο ο θάνατος απέμεινε για μένα. Ήθελα να έρθω τρέχοντας στο χωριό, μα δεν έχω μπότες και φοβάμαι την παγωνιά. Όταν μεγαλώσω όμως και γίνω μεγάλος, τότε θα σε φροντίζω και δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει κι όταν πεθάνεις θα προσεύχομαι για την ανάπαυση της ψυχής σου, όπως κάνω και για την μανούλα μου την Πελαγία. Η Μόσχα είναι πόλη μεγάλη. Τα σπίτια όλα είναι για κυρίους κι έχει άλογα πολλά, δεν έχει όμως αρνιά και τα σκυλιά δεν είναι άγρια. Εδώ τα παιδιά δεν λένε τα κάλαντα, ούτε τ’ αφήνουν να ψάλλουν, μια φορά σε ένα μαγαζί είδα να κρέμονται διάφορα ψάρια που πουλούσαν, μα ήταν πολύ ακριβά, σκέψου όμως ότι υπάρχουν τσιγκέλια που μπορείς να κρεμάσεις ένα μεγάλο γατόψαρο. Είδα και μερικά μαγαζιά που πουλάνε διάφορα όπλα σαν αυτά που έχουν οι αφέντες, μα το καθένα κάνει, για σκέψου, από εκατό ρούβλια… Στα χασάπικα είδα και φασιανούς και αγριόκοτες και λαγούς, σε μερικά μάλιστα τα πυροβολούν επί τόπου, αλλά δεν το λένε οι υπάλληλοι. Καλέ μου παππούλη, όταν τα αφεντικά έχουν την γιορτή με το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα κεράσματα, πάρε ένα χρυσαφένιο καρύδι και κρύψτο στο πράσινο σεντούκι. Ζήτησε το από την κυρία Όλγα Ιγκνάτιεβνα, πες της ότι είναι για τον Βάνκα». Ο Βάνκα αναστέναξε βαριά και άρχισε πάλι να κοιτάζει το παράθυρο. Θυμήθηκε ότι στην γιορτή του χριστουγεννιάτικου δέντρου ο παππούς πάντα πήγαινε στο δάσος κι έπαιρνε μαζί του τον εγγονό του. Τι χαρούμενη εποχή που ήταν! Ο παππούς έκρωζε, το χιόνι έκρωζε κι ο Βάνκα τους κοίταζε κι έκρωζε κι εκείνος. Μερικές φορές, πριν κόψουν το έλατο, ο παππούς κάπνιζε την πίπα μου, μετά μύριζε τον καπνό και πείραζε τον παγωμένο Βάνιουσκα… Νεαρά έλατα, καλυμμένα με χιόνι, στέκονταν ακίνητα και περίμεναν να δουν ποιο θα πεθάνει. Άξαφνα, από το πουθενά, μέσα από το χιόνι πετάχτηκε ένα λαγός… Ο παππούς δεν μπορούσε να μην φωνάξει: – Πιάστον, πιάστον… πιάστον! Αχ, διάβολε! Ο παππούς έσερνε το κομμένο έλατο μέχρι το σπίτι των αφεντάδων κι εκεί άρχιζαν να το στολίζουν… Πιο πολύ απ’ όλους φρόντιζε για τα στολίδια η Όλγα Ιγκνάτιεβα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ακόμη ζούσε η μάνα του Βάνκα, η Πελαγία και δούλευε ως υπηρέτρια στο σπίτι των αφεντικών, η Όλγα Ιγκνάτιεβα του έδινε γλειφιτζούρια και επειδή δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει του μάθαινε να διαβάζει, να γράφει, να μετράει μέχρι το εκατό και μάλιστα να χορεύει καντρίλιες. Όταν όμως η Πελαγία πέθανε, πήγαν τον ορφανό Βάνκα στην κουζίνα για το προσωπικό, στον παππού και από την κουζίνα στην Μόσχα, στον τσαγκάρη Αλιάχιν… «Έλα, καλέ μου παππούλη,- συνέχισε ο Βάνκα,- σε ικετεύω στο όνομα του Χριστού, έλα να με πάρεις από ‘δω. Λυπήσου με το δυστυχισμένο ορφανό, αλλά εδώ όλο με χτυπούν και θέλω τόσο πολύ να φάω, έχω μεγάλη στεναχώρια που δεν μπορώ να σου πω, όλο κλαίω. Αυτές τις μέρες το αφεντικό με χτύπησε στο κεφάλι με το καλαπόδι που σωριάστηκα χάμω κι έσβησα. Τέτοια ζωή ούτε τα σκυλιά δεν έχουν… Χαιρετίσματα να δώσεις στην Αλιόνα, στον κουτσό Γιεγκόρ και στον αμαξά, την φυσαρμόνικά μου όμως μην την δώσεις σε κανένα. Παραμένω ο εγγονός σου Ιβάν Ζούκοφ, καλέ μου παππούλη έλα». Ο Βάνκα δίπλωσε στα τέσσερα το γραμμένο χαρτί και το έβαλε σε ένα φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη ημέρα… Αφού σκέφτηκε για λίγο, βούτηξε την πένα από φτερό και έγραψε τη διεύθυνση:
Στον παππού, στο χωριό.
Στη συνέχεια, έξυσε το κεφάλι του, σκέφτηκε και πρόσθεσε: «Προς τον Κωνσταντίν Μακάριτς». Ευχαριστημένος που κανείς δεν τον εμπόδισε να γράψει, φόρεσε το γούνινο καπέλο του και, χωρίς να ρίξει πάνω του το παλτό, έτσι όπως ήταν με την πουκαμίσα, βγήκε τρέχοντας στο δρόμο… Οι υπάλληλοι από του κρεοπωλείο, τους οποίους χθες είχε ρωτήσει, του είχαν πει πως τα γράμματα τα ρίχνουν στα ταχυδρομικά κουτιά κι από εκεί τα πηγαίνουν σε όλο τον κόσμο με ταχυδρομικά έλκηθρα που σέρνουν τρία άλογα, με μεθυσμένους αμαξάδες και δυνατά κουδουνάκια. Ο Βάνκα έτρεξε στο πρώτο ταχυδρομικό κουτί και έριξε στο άνοιγμα το πολύτιμο γράμμα του… Γαληνεμένος από τις γλυκές ελπίδες, μία ώρα αργότερα κοιμόταν βαθιά… Ονειρεύτηκε ένα ρωσικό τζάκι. Πάνω στο τζάκι καθόταν ο παππούς, με τα πόδια του να κρέμονται και διάβαζε το γράμμα στις μαγείρισσες… Κοντά στο τζάκι περπατούσε ο Βιουν κουνώντας την ουρά του…
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©