Στις 5 Ιουνίου 1965 μου έλαχε ο κλήρος για μία ιδιαιτέρως ευτυχή περίσταση να παραστώ στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στην επίσημη τελετή απονομής στην Άννα Αχμάτοβα του τίτλου του διδάκτορα Honoris Causa. Εκτός από την Αχμάτοβα, στην ίδια τελετή έλαβαν τις τιμητικές τους διακρίσεις ο Εγγλέζος ποιητής Ζίγκφιρντ Μπασίν, ο Εγγλέζος πεζογράφος Τζέφρει Κέινς και ο Ιταλός καθηγητής από τη Φλωρεντία Τζανφράνκο Κοντίνι, ειδικός στο έργο του Δάντη.
Είναι δύσκολο να πει κανείς ποια ηλικία υπερτερούσε στο ακροατήριο, αν ήταν δηλαδή άνθρωποι μεγάλης ηλικίας ή νεαροί, στην πλειοψηφία τους όμως μάλλον ήταν φοιτητές.
Η εμφάνιση της Αχμάτοβα, με την κλασσική «διδακτορική τήβεννο» προκάλεσε ομόθυμα χειροκροτήματα, τα οποία μετά από λίγο μετατράπηκαν σε ζητωκραυγές, όταν ολοκληρώθηκε η επίσημη προσφώνηση σχετικά με τα επιτεύγματα της Ρωσίδας ποιήτριας.
Δύο ώρες μετά από το γεγονός αυτό, στο δωμάτιο μου χτύπησε το τηλέφωνο κι άκουσα μία γυναικεία φωνή, η οποία μιλούσε στα Ρωσικά εκ μέρους της Αχμάτοβα. Μαθαίνοντας πως είμαι στην Οξφόρδη, η Αχμάτοβα με παρακάλεσε το συντομότερο δυνατόν να πάω να τη συναντήσω. Εκπλήρωσα αμέσως την επιθυμία της.
– Περίεργο αν το σκεφτεί κανείς, πέρασε σχεδόν μισός αιώνας!, είπε η Αχμάτοβα δίνοντας μου το χέρι.
Η συζήτησή μας διήρκησε περισσότερο από δύο ώρες. Αναμνήσεις, ερωτήσεις, συζητήσεις για όλους. Η Αχμάτοβα μου είπε ότι είχε λάβει όλες τις επιστολές μου και πως οι σοβιετικοί τουρίστες, οι οποίοι επισκέπτονταν το Παρίσι και με συναντούσαν, μετέφεραν πάντα τους χαιρετισμούς μου. Με χαροποίησε και συγκίνησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η Αχμάτοβα θυμόταν ακόμη και το πως στο 1911 είχε ποζάρει στο διαμέρισμά μου, λέγοντας πως ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα και πως φορούσε ένα πολύ όμορφο μπλε μεταξωτό φόρεμα.
Πολύ περισσότερο όμως με συγκίνησε κάτι εντελώς αναπάντεχο: η Αχμάτοβα είχε φέρει μαζί της στην Οξφόρδη και μου χάρισε μία παράξενα ακριβή για εμένα φωτογραφία από τις πρώτες ημέρες του πολέμου το 1914. Κάποια από εκείνες τις ημέρες, γνωρίζοντας πως από τη λεωφόρο Νιέφσκι θα περάσουν επιστρατευμένοι, ο Κορνέι Τσουκόφσκι κι εγώ, αποφασίσαμε να πάμε. Εκεί, εντελώς τυχαία, συναντήσαμε κι ήρθε μαζί μας ο Οσίπ Μαντελστάμ, για τον οποίο η Αχμάτοβα είχε γράψει ένα θαυμάσιο άρθρο το περιοδικό της Νέας Υόρκης «Ιπτάμενες διαδρομές» (Νο 4, 1965). Όταν άρχισαν να περνούν οι επιστρατευμένοι, οι οποίοι δεν φορούσαν ακόμη στρατιωτικές στολές, με δισάκια στους ώμους, ξαφνικά ένας από αυτούς βγήκε από τη γραμμή κι έτρεξε προς το μέρος μας, ήταν ο ποιητής Βενέδικτος Λίφσιτς. Τον αγκαλιάσαμε, σφίξαμε τα χέρια και τότε μας πλησίασε ένας άγνωστος φωτογράφος, ζητώντας να μας φωτογραφίσει όλους μαζί. Πιαστήκαμε από τα χέρια και φωτογραφηθήκαμε…
Η Αχμάτοβα ήρθε στην Οξφόρδη συνοδευόμενη από την ιδιαίτερα συμπαθητική νεαρή Άνια Καμίνσκαγια, εγγονή του Νικολάι Πούνιν, του γνωστού Ρώσου ιστορικού της τέχνης, θεωρητικού και θιασώτη των καλλιτεχνικών αναζητήσεων της ρωσικής πρωτοπορίας κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, με τον οποίο διατηρούσα φιλικές σχέσεις. Η δεύτερη συνοδός της ήταν η Αμερικανίδα φοιτήτρια, η οποία ζούσε στην Αγγλία, η Αμάντα Τσέις Άιτ, η οποία μάθαινε Ρωσικά και ήδη μιλούσε σχετικά καλά. Τώρα ετοιμάζει ένα βιβλίο για την ποίηση της Αχμάτοβα.
Είδα τρεις φορές την Αχμάτοβα όσο ήταν στην Οξφόρδη. Εννοείται πως οι συζητήσεις μας, κατά κύριο λόγο, αφορούσαν τις αναζητήσεις μας στη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη μουσική, το θέατρο στην Ε.Σ.Σ.Δ. και στο εξωτερικό, καθώς επίσης και τους κοινούς μας φίλους που ζούσαν εκεί κι εδώ.
Χωρίσαμε πολύ φιλικά και επέστρεψα στο Παρίσι στις 8 Ιουνίου. Στις 17 Ιουνίου, αναπάντεχα, η Άννα Αχμάτοβα ήρθε στο Παρίσι, όπου έμεινε τέσσερις ημέρες. Τυχαία, έμεινε στο ξενοδοχείο «Ναπολέων», στη λεωφόρο Φρίεντλαντ, κοντά στην πλατεία Ετουάλ, ένα ξενοδοχείο που διηύθυνε ο Ιβάν Σεργκέγιεβιτς Μακόφσκι, γιος του Σεργκέι Κωνσταντίνοβιτς Μακόφσκι, του ποιητή και ιδρυτή του διάσημου λογοτεχνικού περιοδικού «Απόλλων», στο οποίο είχαν δημοσιευτεί τα πρώτα ποιήματα της Αχμάτοβα… Ο Ιβάν Μακόφσκι, μόλις έμαθε ότι στο ξενοδοχείο του μένει η Αχμάτοβα, έστειλε στο δωμάτιό της μία τεράστια ανθοδέσμη.
Όταν συναντηθήκαμε σε αυτό το ξενοδοχείο, μιλήσαμε για τις μακρινές αναμνήσεις μας από το Παρίσι, για τα μπαλέτα του Νταγκιλιόφ και, φυσικά, για το ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο οποίος είχε κάνει ορισμένα σκίτσα της Αχμάτοβα το 1911 και για τον οποίο είχε πει ενδιαφέροντα πράγματα η ίδια στο περιοδικό «Ιπτάμενες διαδρομές». Στη συνέχεια, μιλήσαμε για τα καφέ της Μονμάρτης, για τα νυχτερινά μπαρ του Καρτιέ Λατέν, μα γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε στην πλατεία Μιχαηλόφσκαγια της Πετρούπολης, στον «Αδέσποτο σκύλο» του Προνίν. Εκείνη τη στιγμή η Αχμάτοβα μου είπε ότι η ονομασία του δρόμου της Πετρούπολης, στον οποίο ζούσα και όπου η Αχμάτοβα είχε ποζάρει, η οδός Κιρότσναγια, κατά τους μήνες της πολιορκίας της πόλης από τα χιτλερικά στρατεύματα, άλλαξε όνομα, γιατί η λέξη «Κίροτσναγια», προέρχεται από τη γερμανική λέξη Kirche (εκκλησία). Όντως στο δρόμο αυτό υπήρχε μία γερμανική εκκλησία που βρισκόταν μέσα στο γερμανικό σχολείο…
Κάλεσα στην Αχμάτοβα να έρθει σπίτι μου για φαγητό την επόμενη ημέρα μαζί με την Άνια Καμίνσκαγια και την Αμερικανίδα φοιτήτρια. Η Αχμάτοβα συμφώνησε αμέσως και το Σάββατο 19 Ιουνίου θα είναι μία από τις αλησμόνητες ημέρες της ζωής μου. Στους τοίχους του γραφείου και της βιβλιοθήκης μου, κρέμονταν τα πορτραίτα του Μπορίς Πιλνιάκ, του Ισαάκ Μπάμπελ, του Σεργκέι Αζενστάιν, του Βσέβολοντ Πουντόβκιν, του Καζιμίρ Μάλεβιτς, του Αλεξέι Τολστόι, του Νικίτα Μπαλίγιεφ, του Λεοντίντ Αντρέγιεφ (1911), του Βαλεντίν Ινκιζίνοφ, καθώς επίσης και ένα ασπρόμαυρο πορτραίτο της Αχμάτοβα, το οποίο γνώριζε από φωτογραφίες, αφού το είχα τελειώσει όταν ήμουν πια στο Παρίσι.
– Νομίζω πως επέστρεψα στη νιότη μου, ψιθύρισε η Αχμάτοβα, κοιτάζοντας αυτούς τους πίνακες.
– Το ίδιο κι εγώ, γιατί είστε εδώ τώρα, απάντησα…
Στις 21 Ιουνίου, στις 11 η ώρα το πρωί, η Αχμάτοβα και η Καμίνσκαγια έφυγαν για την Μόσχα, από τον σιδηροδρομικό σταθμός «Βόρειος». Πήγα για να τις ξεπροβοδίσω. Η Άνια και η Αμάντα κάθονταν στην αποβάθρα και κάτι έγραφαν. Συνάντησα τον ζωγράφο Ντμίτρι Μπουσέν, τον Σεργκέι Ερνστ και η Νίνα Μπερμπέροβα που είχε έρθει από την Αμερική και την οποία είχα να συναντήσω πολλά χρόνια.
Η Άννα Αχμάτοβα ήταν ήδη στο κουπέ της αμαξοστοιχίας Παρίσι-Μόσχα. Μου είπε πως το πρωί, από την κούραση και τις έντονες συγκινήσεις, είχε αρχίσει να πονάει στο στήθος και αναγκάστηκε να πάρει ειδικά χάπια, πως τώρα πια είχε περάσει ο πόνος και ένιωθε καλά. Την ρώτησα ποιες ήταν οι εντυπώσεις της από το ταξίδι τριών εβδομάδων στο εξωτερικό. Η Αχμάτοβα είπε πως δεν περίμενε τόσο εγκάρδια, ζεστή υποδοχή απ’ όλους όσους συνάντησε και είχε την ευκαιρία να συζητήσει και πως δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το ταξίδι. Φιληθήκαμε τρεις φορές.
Όταν η αμαξοστοιχία ξεκίνησε, η Αχμάτοβα και η Άνια, στεκόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, μας έγνεφαν τρυφερά μέχρι που το βαγόνι χάθηκε.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©