του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
2 Αυγούστου 1943
Χωριό Μπουτίρκι (ή Αλμάζοβο;)
Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1943 κατά τη διάρκεια των μαχών κοντά στο Γκοροτκό στην περιφέρεια του Βίτεμπσκ, ο Ταρκόφσκι τραυματίστηκε βαριά.
Η αφήγηση αυτού του τραυματισμού καθώς και η νοσηλεία του ποιητή έγινε από τον Αλεξάντρ Λαβρίν, κάποια στιγμή μέσα στο 1980.
Περισυνέλεξαν τον ποιητή τα χαράματα, ο οποίος παραλίγο να πεθάνει από την αιμορραγία και την παγωνιά. Τον μετέφεραν μαζί με άλλους τραυματίες με ένα ανοιχτό αμερικανικό φορτηγό. Το φορτηγό μετέφερε στο μέτωπο οβίδες και επιστρέφοντας έπαιρνε μαζί του τραυματίες.
Οι πόνοι ήταν αφόρητοι, εξωπραγματικοί. Τραυματιοφορείς δεν υπήρχαν κι έτσι αναγκάστηκα να πάω κουτσαίνοντας μέχρι το νοσοκομείο εκστρατείας κουτσαίνοντας. Κάποιος ελαφρά τραυματίας με βοήθησε να φτάσω μέχρι την καρότσα. Ακολούθησε η γεμάτη τραντάγματα διαδρομή. Οι τραυματίες, αδύναμοι δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε από πουθενά κι έτσι χτυπούσαμε μεταξύ μας σαν κούκλες από κουρέλια. Μας ξεφόρτωσαν σε ένα χωριό όπου υπήρχε νοσοκομείο εκστρατείας. Οι τραυματιοφορείς ήταν λίγοι και εδώ και οι τραυματίες έπεφταν μόνοι τους στο χώμα.
Υπήρχε ένα τεράστιο τραπέζι από σανίδες όπου γίνονταν οι εγχειρήσεις. Το ψηλάφισα κι είδα πόσο τραχύ ήταν.
– Πρέπει να του κόψουμε το πόδι.
– Μήπως το αποφύγουμε γιατρέ;
– Όχι, δεν γίνεται χωρίς ακρωτηριασμό.
– Μα, αφού το νιώθω ακόμη.
– Παραισθήσεις. Θα κόψουμε όσο λιγότερο μπορούμε.
– Μα, το νιώθω…
– Αν το αφήσουμε έτσι, θα πεθάνετε στο δρόμο για τα μετόπισθεν λοχαγέ. Θα μολυνθεί το αίμα.
– Καλώς, κόψτε το.
Στα διπλανά τραπέζια εγχείριζαν άλλους. Τρομακτικά, τεράστια μαχαίρια. Έκοβαν τα πόδια με πριόνια. Βογγητά. Ουρλιαχτά. Δεν χορηγούσαν αναισθητικό, αναλγητικά, δεν είχαν μορφίνη.
Με έδεσαν γερά στο κρεβάτι.
Ο γιατρός είπε στην νοσοκόμα:
– Χλορετίλη, εσωτερικά.
Καυτηρίασαν το τραύμα. Έφεραν το καροτσάκι με τα χειρουργικά εργαλεία για να συνεχίσουν. Τρομεροί πόνοι. Γύρισα το κεφάλι και είδα πόσο υπέφεραν οι άλλοι τραυματίες που τους εγχείριζαν, είδα πως έκοβαν, πως πριόνιζαν, πως έραβαν.
Από τότε, μόλις δω αίμα άλλου, ένιωθα ένα πόνο φανταστικό, μη υπαρκτό στο ακρωτηριασμένο μου πόδι.