Γεννήθηκα στο Κίεβο το 1891. Σπούδασα στο Κίεβο και το 1916 αποφοίτησα με τον βαθμό «Άριστα» από την Ιατρική Σχολή.
Η μοίρα έφερε έτσι τα πράγματα ώστε να μην αξιοποιήσω ούτε τις σπουδές μου, ούτε το «αριστείο» μου. Κάποια νύχτα το 1919, ήταν φθινόπωρο, ταξιδεύοντας με ένα σαραβαλιασμένο τραίνο, υπό το φως ενός κεριού που ήταν στερεωμένο στο λαιμό ενός μπουκαλιού, έγραψα ένα μικρό διήγημα. Στην πόλη, που με άφησε το τραίνο, πήγα το διήγημα αυτό σε μια εφημερίδα. Το δημοσίευσαν. Στη συνέχεια δημοσίευσαν μερικές επιφυλλίδες μου. Ζούσα σε μια μακρινή επαρχία και ανέβαζα στο τοπικό θέατρο παραστάσεις διαφόρων θεατρικών έργων που έγραφα. Στη συνέχεια στη Μόσχα, το 1923, όταν τα ξαναδιάβασα, αποφάσισα εν θερμώ να τα καταστρέψω. Ελπίζω μόνο να μην έχει ξεφύγει κανένα αντίγραφο.
Στα τέλη του 1921 έφτασα δίχως χρήματα και αποσκευές στην Μόσχα, κι έμεινα για πάντα. Στην Μόσχα υπέφερα πολύ. Για να μπορέσω να επιβιώσω δούλεψα ως δημοσιογράφος και επιφυλλιδογράφος σε εφημερίδες και μίσησα αυτούς τους τίτλους. Ταυτόχρονα μίσησα τους συντάκτες, τους μισώ και τώρα και θα τους μισώ για όλη μου τη ζωή.
Στην εφημερίδα «Παραμονή» του Βερολίνου κατά την διάρκεια δύο ετών έγραψα μια σειρά σατιρικών και χιουμοριστικών επιφυλλίδων.
Όχι πια υπό το φως ενός κεριού, αλλά με την βοήθεια μιας χλωμής ηλεκτρικής λάμπας έγραψα το βιβλίο «Σημειώσεις στα μανίκια». Το βιβλίο αυτό το αγόρασε από μένα ο εκδοτικός οίκος «Παραμονή» του Βερολίνου, δίνοντας μου την υπόσχεση ότι θα το εκδώσει τον Μάιο του 1923. Δεν το εξέδωσε ποτέ. Στην αρχή αυτό με ανησυχούσε πολύ, στη συνέχεια αδιαφόρησα.
Δημοσίευσα μια σειρά διηγημάτων σε περιοδικά της Μόσχας και του Λένινγκραντ. Μέσα σε ένα χρόνο έγραψα το μυθιστόρημα «Λευκή Φρουρά». Το μυθιστόρημα αυτό το αγαπάω περισσότερο από όλα όσα έχω γράψει.
Μόσχα, Οκτώβριος 1924
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος # 5 της έντυπης «Στέπας»/