Για την αδύναμη ψυχή και το νεκρό του τσάρου σώμα
Ο εν Χριστώ σαλός προσεύχεται, με το μελανιασμένο χέρι του σταυροκοπιέται,
Χτυπώντας τα πόδια του στο τριζάτο, του σχίσματος χιόνι.
-Αΐ, μανούλα,
θείτσα,
κυριούλα,
αχ, αχ, αχ !
Δώσε στο Φέντια πρόσφορο,
Δώσε στο ορφανό Φέντια τ’ ορφανό ένα κατοστάρικο,
Δώσε, τσάρο – βασιλιά,
Αυτοκράτορα Νικόλα
Για την εικόνα!
Βασίλισσα – αλεπού
Γκουχ, γκουχ,
Λυπήσου τον Άλαλο,
Δώσε στο Φέντια μια δεκάρα,
Θεράπευσε
Μα μη πυροβολείς,
Παντελεήμονα.
τι του ‘δωσαν του Βυζαντίου οι χρυσοί αετοί,
και τι τον προίκισε η τσαρική πάνω απ’ τη Ρωσία σημαία,
η παρέλαση μπροστά από τα Χειμερινά ανάκτορα, η Κσενίνσκαγια,
η απόπειρα κατά του Λένιν;
Ό,τι άκουσε, άκουσε, ότι άκουσε
Δεν πρόλαβε να το καταλάβει.
Ξεμαλλιασμένος, σαλιάρης,
Τινάζει τη ψειριασμένη ψάθα του,
Και καταπίνει την κόρα του ψωμιού που μοιάζει με του αυγού το λεύκωμα.
Στου ερυθροφρουρού τις μπότες όλο πέφτει.
Κι εκείνος του λέει:
Μην ταράζεσαι, τρώγε ήρεμα, αδελφούλη!
1957
Χτυπάει τη νύχτα το κουδούνι
Γιατί τη νύχτα κλειδώνεις
Την πόρτα σου σα να ‘ναι φυλακή;
Όσο κοιμάσαι Ιβάν Ιβάνοβιτς,
Εγώ στην εξώπορτα στέκομαι.
Φορώντας δερμάτινο μαύρο
Η νύχτα – φονιάς να με συναντήσει έρχεται,
Κι εγώ χτυπώ, καταφύγιο ζητώ,
Μα εσύ δε θέλεις να με βοηθήσεις,
Βάζεις βαμβάκι στ’ αυτιά
Κι ακούς θολά το χτύπο στον ύπνο σου μέσα.
Άφησε με, τάχα, λέει βιαστικά, καταραμένε,
Σκέφτεσαι – των εποχών η λέξη!
Δεν πιστεύεις στην κόλαση, παράδεισο δε ψάχνεις,
Κι εφόσον δεν υπάρχουν, ποιο το όφελος τους
Τι θα πεις, αν με το αίμα σου
Λερώσω το κατώφλι;
Πώς κάθαρμα που για μερικές χιλιάδες ρούβλια
Στην υπηρεσία τους πήγες,
προδίδοντας την πολιτεία, την αδελφότητα, τη φιλία,
τώρα στο δρόμο θα περπατάς;
Έχει μαυρίσει ο δρόμος απ’ το αίμα,
Σταυρός το κάθε σπίτι σημαδεύει
Πες: «Και τι σας νοιάζει εσάς;
Με ύπνο βαρύ την καμπούρα μου φρόντισα».
1946 – 1958
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (С)