Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένα φτωχός ιππότης …
Το βιβλίο αυτό κάποτε
Μου το χάρισε ένα ποιητής
Στο διάδρομο των Κρατικών Εκδόσεων·
Τώρα είναι σκισμένο, ταλαιπωρημένο
Κι ο ποιητής δεν ζει πια.
Έλεγαν πως το παρουσιαστικό του ποιητή
Είχε κάτι που θύμιζε πουλί
Και κάτι που θύμιζε Αιγύπτιο·
Ήταν φτωχός μεγαλοπρεπής
Μα είχε αίσθηση τιμής.
Φοβόταν πολύ τους μεγάλους
Διαδρόμους! Τη μονιμότητα
Των πιστωτών! Εξελάμβανε, ως δώρο,
Την αμοιβή των πνευματικών του δικαιωμάτων
Μέσα σε μια άγρια κρίση επιτηδευμένης ευγένειας.
Μπουσουλάει στη σκηνή
Και ρεβεράντζες κάνει , σα τρελός,
Ο γέρο-κλόουν με την καραβάνα,
Κι όταν είν’ νηφάλιος, κρύβει την πληγή
Κάτω από το πικεδένιο του γιλέκο.
Με ρυθμό οπερετικό ζευγαρωτό
Τέλειωσε ο άθλος ο ημερολογιακός, –
Ώρα καλή στο δρόμο σου!
Χαίρε, της πληρωμής γιορτή,
Άσπρο ψωμί, μαύρο καρβέλι.
Διασκέδαζε με λογάκια λυγιστά,
Χαμογελούσε λες και ήτανε πουλί,
Τους διαβάτες έπιανε αγκαζέ στα πεταχτά
Φοβόταν τη μοναξιά
Γι’ αυτό απήγγειλε τους στίχους του σε ξένους.
Να πως πρέπει ο ποιητής να ζει.
Να κι εγώ στον κόσμο υφαίνω
Επειδή τη μοναξιά φοβάμαι,
Για εκατοστή φορά το βιβλίο τούτο
Μέσ’ τη μοναξιά μου πιάνω.
Λίγα στους στίχους του τα τοπία είναι
Μόνο η βουή του σιδηροδρομικού σταθμού
Και του θεάτρου η φασαρία,
Άνθρωποι τυχάρπαστοι
Στην αγορά, στην ουρά, στη φυλακή.
Φλύαρη ήταν η ζωή
Ψεύτικη ήταν η μοίρα.
1963
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©