Η Κλειδαριά του έρωτα
οι κόρες της
Η αθώα
Το μενταγιόν, ο μνηστήρας
Εκείνος:
Υποκλίνομαι, Αμπρακατάμπρα,
ήρθα για τα προξενιά με του Έρωτα την Κλειδαριά.
Πέφτω σε τούτο τον λάκκο με ορμή
βράζει το αίμα στην ψυχή.
Εκείνη:
Όταν δεν ζητούνε προίκα,
όταν βράζει στην ψυχή το αίμα,
τότε οι διαβόλοι φέρνουν φτήνια
με την μορφή του φλεγόμενου έρωτα.
Εκείνος:
Μόλις γίνω σύμβουλος της αυλής
ευθύς αμέσως θα παντρευτώ.
Εκείνη:
Μ’ αρέσουν οι σβέλτοι όπως εσείς.
Εκείνος:
Σβέλτος είμαι, μα φοβάμαι.
Μία από τις κόρες:
Τρομάζει ο έρωτας
όταν βράζει στην ψυχή το αίμα.
Εκείνος:
Τούτος ο φόβος, κόρη, δεν είναι τυχαίος.
Κόρη:
Είναι φρικτό των αμφιβολιών σου το νόημα.
Αμπρακατάμπρα:
Έτσι αν είναι μην απαντάτε
Δεν είστε πια τελείως βλάκας.
Εκείνος:
Αυτό το κομπλιμάν με κολακεύει,
για την εξυπνάδα μου είμαι γνωστός.
Μία από τις κόρες:
Τι ‘ρθε να κάνει σ’ εμάς, τούτος ο γάιδαρος;
Εκείνος: (ειρωνικά)
Ο γάιδαρος δεν θα ερχόταν για να παντρευτεί.
Μα, ας γυρίσουμε στο θέμα: ποια απ αυτές δεν είναι αγνή
ποια από αυτές είναι του Έρωτα το Κλειδί
πες μου αμέσως και μη με τυραννάς.
Εκείνη:
Ω πατερούλη μου, είσαι ανόητος σαν χήνα.
Αθώες είναι και οι δυο, σου το ορκίζομαι αυτό.
Εκείνος:
Φευ! Ποιος όρκους σήμερα πιστεύει;
Μάνα που δεν υποκρίνεται, άραγε υπάρχει;
Μία από τις κόρες, δυσανασχετώντας, δείχνει την Αμπρακατάμπρα:
αυτή η μάνα δεν υποκρίνεται.
Εκείνος (ειρωνικά)
Μήπως γιατί είναι η δική σου μάνα;
Ως πότε θα ασχολούμαστε μαζί της;
Εκείνη:
Ορκίζομαι πως είσαι βλάκας.
Εκείνος:
Βλάκας είμαι, μα δεν με ξεγελάς.
Μία από τις κόρες:
Αρκετά, φύγε άθλιε απ’ εδώ.
Είσαι κτήνος, γαϊδούρι, σταυρωτής.
Εκείνος (ευφυολογώντας)
Να προδώσω θα μπορούσα,
μα γάιδαρος όμως δεν πρόδωσε τον Χριστό.
Κόρη:
Φύγετε γρήγορα απ’ εδώ.
Εκείνος:
Αρκετά, κόρη, η φιλία φιλία.
Πήγαινε τώρα στη λειτουργία.
Ήρθε η ώρα και για μένα να πάω στην λειτουργία.
(Φεύγει)
1868
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)