Ο βορειοδυτικός άνεμος το σήκωνε πάνω
από τη γκρίζα, βιολετί και πορφυρή αλέα
της πεδιάδας του Κονέκτικατ. Δε βλέπει
πλέον το νόστιμο περίπατο
της κότας στην αυλή της ερειπωμένης
φάρμας, του τυφλοπόντικα στην άκρη του λιβαδιού.
Στα ρεύματα τ’ αγέρα μ’ απλωμένα τα φτερά, μοναχικός,
όλα όσα βλέπει είναι η οροσειρά των επικλινών
λόφων, το ασημένιο χρώμα του ποταμού,
που στραφταλίζει θαρρείς κι είναι ζωντανό λεπίδι,
και το ατσάλι των οδοντωτών φιδάγκαθων,
που μοιάζουν με χάντρες μιας πολίχνης
της Νέας Αγγλίας. Τα θερμόμετρα δείχνουν
υπό το μηδέν – – παγώνουν σαν το σεντούκι στην αχιβάδα
δαμάζοντας τη φωτιά των φυλλωμάτων,
των οβελίσκων των εκκλησιών. Για το γεράκι
όμως, αυτές δεν είναι εκκλησίες. Υπεράνω
των καλύτερων σκέψεων του ποιμνίου,
μετεωρίζεται πάνω από τον γαλάζιο ουρανό, με σφαλιστό το ράμφος,
με σφιγμένα πάνω στο στομάχι τα δάχτυλα του ποδιού του –
σφιγμένα τα νύχια σα γροθιά, θαρρείς κι ήτανε δάχτυλα χεριών –
νιώθοντας σε κάθε του πούπουλο το φύσημα τ’ ανέμου
από κάτω, λάμποντας η κόρη του ματιού, κρατώντας
πορεία προς το νότο,
προς το Ρίο Γκράντε, προς το δέλτα, προς το διαλυμένο πλήθος
των οξιών, που κρύβουν στην πυκνή πρασινάδα,
στις άγριες λόχμες,
τη φωλιά, το σπασμένο κέλυφος
στην πορφυρή κηλίδα, τη μυρωδιά, τη σκιά
του αδελφού και της αδελφής.
Η καρδιά, σκεπασμένη με σάρκες, πούπουλα, φτερά, φτερούγες,
χτυπώντας στη συχνότητα του ρίγους,
με το κινούμενο κορμί της,
σα ψαλίδι που κόβει
το μενεξελί του φθινοπώρου,
και το κάνει πιο έντονο σε βάρος
εκείνου του καφετιού στίγματος, που μόλις διακρίνεται από το μάτι,
εκείνου του μικρού σημαδιού, που γλιστράει πάνω από την κορυφή
του έλατου · σε βάρος της άδειας έκφρασης του προσώπου
ενός μωρού παιδιού, που πάγωσε στο παράθυρο,
του ζευγαριού, που βγήκε απ’ τ’ αυτοκίνητο,
της γυναίκας στο ξώστεγο.
Ρεύμα ανοδικό, όμως, το σηκώνει ψηλά
πιο ψηλά, πιο ψηλά. Τα πούπουλα της κοιλιάς του
νιώθουν την παγωνιά. Κοιτώντας κάτω,
βλέπει ότι ο ορίζοντας σκοτείνιασε,
σα να αντικρύζει τις πρώτες δεκατρείς πολιτείες
βλέπει: από
τις καμινάδες να υψώνεται καπνός, ο αριθμός όμως
των καμινάδων λες και σιγοψιθυρίζει στο μοναχικό πουλί
το πώς ανέβηκε εδώ πάνω.
Αχ, που βρέθηκα!
Νιώθει περήφανα μα και συνάμα ανήσυχα. Γέρνοντας
βουτάει προς τα κάτω. Ένα ελαστικό ρεύμα
αγέρα το κάνει να επιστρέψει στον ουρανό,
στην άχρωμη, την παγωμένη θωριά.
Στη κίτρινη κόρη του ματιού εμφανίζεται μια λάμψη κακίας.
Δηλαδή ένα μείγμα οργής και φρίκης. Αυτό όμως
εκρήγνυται ξανά, αλλά σαν την μπάλα που χτυπάει σε τοίχο,
σαν την πτώση του αμαρτωλού – στην πίστη πίσω
τραβάει, αυτόν, π’ ακόμη είναι θερμός!
Ένας διάολος ξέρει. Όλο και πιο ψηλά, στην ιονόσφαιρα,
στην αστρονομικά αντικειμενική κόλαση
των πουλιών, όπου δεν υπάρχει οξυγόνο,
όπου αντί για κεχρί υπάρχει ο κόκκος μακριών
αστεριών. Ότι είναι για το δίποδο τα μεγάλα ύψη
είναι το αντίθετο για τα πτηνά.
Όχι με τους πνεύμονες, αλλά με την παρεγκεφαλίτιδα
μαντεύει: πως σωτηρία δεν υπάρχει,
Και τότε ουρλιάζει. Από το γαμψό, σαν αγκίστρι
ράμφος, που μοιάζει με τη στριγκλιά των Ερινυών,
ξεχύνεται και πετάει ξανά
μηχανικά, ο ανυπόφορος ήχος,
ο ήχος του ατσαλιού που σ’ αλουμίνιο μπήγεται ·
μηχανικά, γιατί δεν
προορίζεται για κανενός τ’ αυτιά:
των ανθρώπων, των σκίουρων που πέφτουν
από τη σημύδα, της αλεπούς που γρυλίζει
στα μικρά ποντίκια των χωραφιών ·
έτσι κανείς δάκρυα δε θα χύσει. Μόνο τα σκυλιά
σηκώνουν το κεφάλι. Μια διαπεραστική, έντονη και τρομερή
κραυγή, πιο τρομακτική από το ρε δίεση
του διαμαντιού που κόβει το γυαλί,
διασχίζει τον ουρανό. Και ο κόσμος για μια στιγμή
σα να ριγεί από το κόψιμο.
Γιατί εκεί ψηλά, η ζεστασιά
θερμάνει το χώρο, όταν εδώ, κάτω
καίει κι αφήνει ένα μαύρο περίγραμμα στο χέρι
που γάντι δε φοράει. Εμείς, φωνάζοντας, «να, εκεί ψηλά»
βλέπουμε από πάνω μας το δάκρυ
του γερακιού, σαν τον ιστό της αράχνης, τον ήχο
που κάνουν τα μικρά κύματα,
που διασκορπίζονται στον ουράνιο θόλο, όπου
δεν υπάρχει ηχώ, όπου μοσχοβολάει η αποθέωση
του ήχου, ιδιαίτερο τον Οκτώβριο.
Και σ’ αυτή τη δαντέλα, σαν αστέρι,
λαμπυρίζοντας, αλυσοδεμένο με την παγωνιά,
με την πάχνη, με το ασημί του
φτέρωμα, το πουλί κατευθύνεται στο ζενίθ,
στο απέραντο γαλάζιο. Με τα κιάλια βλέπουμε
απ’ εδώ το μαργαριτάρι: την γεμάτη λάμψη λεπτομέρεια.
Ακούμε: κάτι ηχεί από πάνω μας,
σαν πιατικά που σπάνε,
σαν τα προικώα κρυστάλλινα σκεύη.
τα θραύσματα των οποίων, ωστόσο, δεν μας τραυματίζουν, αλλά
λιώνουν στη χούφτα μας. Για μια στιγμή
και πάλι ξεχωρίζει τους κύκλους, τα ματάκια,
τις βεντάλιες, το ουράνιο τόξο των αποσιωπητικών, των παρενθέσεων,
των δακτυλίων, των σταχιών, των μαλλιών,
την πρώην ελεύθερη πτήση του φτερού,
το χάρτη, που ήταν το καμάρι των γρήγορων
νιφάδων, που πετούν στις πλαγιές του λόφου.
Και, πιάνοντας τες με τα δάχτυλα, η πιτσιρικαρία
τρέχει στο δρόμο φορώντας πολύχρωμα μπουφάν
και φωνάζει στ’ αγγλικά «ήρθε ο χειμώνας, ήρθε ο χειμώνας!»
1975
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©