Σαν αιώνιο
συννεφάκι πετάει,
σα χαμόγελο
ξεγνοιασιάς,
σα χαμόγελο εφήμερο
γελάει.
Σαν ασημένια οροσειρά
πάνω απ’ το νερό πετάει –
– ηλιολουσμένη –
κυματιστή
Οροσειρά.
Αγνή,
Θαρρείς και είναι ο κόσμος,
Ηλιολουσμένη ολάκερη –
η χρυσή αυγή,
η παγκόσμια ψυχή.
Πίσω σου τρέχουν,
μέσα στη θλίψη,
θαρρείς σε συμπόσιο πηγαίνουν,
θαρρείς σε συμπόσιο πηγαίνουν,
βιαστικά.
Κάνεις το χορτάρι να θροΐζει:
«Εγώ είμαι εκεί,
όπου είναι τα λουλούδια…
ειρήνη υμίν…»
Και τρέχεις,
θαρρείς σε συμπόσιο πηγαίνεις,
μα εσύ –
_Εκεί_…
Φυσώντας
τ’ αγεράκι,
απλά αγγίζεις το χορτάρι,
μυρίζεις
δροσιά
σε μια στιγμή
στο γαλάζιο βουτάς,
πετάς με φτερούγες τζιτζικιών.
Από κατακόκκινα
γαρύφαλλα,
από τριφύλλια ροδαλά –
διώχνεις
τα μαμούνια.
1902
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©