Στην Πετρούπολη θ’ ανταμώσουμε ξανά,
θαρρείς τον ήλιο θάψαμε σ’ αυτή,
και λόγια ευλογημένα και ανόητα
για πρώτη φορά θα πούμε.
Στης σοβιετικής νύχτας το μαύρο βελούδο,
Στου οικουμενικού κενού το μαύρο βελούδο,
Όλο τραγουδούν των ευλογημένων γυναικών τα γνώριμα μάτια,
Όλο ανθίζουν τα αθάνατα λουλούδια.
Σαν άγρια γάτα καμπουριάζει η πρωτεύουσα,
Περίπολος στη γέφυρα στέκεται,
Μόλις ο κακός κινητήρας στο σκοτάδι φανεί
Κι ο κούκος θα ουρλιάξει.
Δεν μου χρειάζεται άδεια νυχτερινή,
Τους φρουρούς δε φοβάμαι:
Για την ευλογημένη, ανόητη λέξη
Στη σοβιετική νύχτα προσεύχομαι.
Ακούω το ελαφρύ θεατρικό θρόισμα
Και το κοριτσίστικο «αχ» –
Και των αθάνατων ρόδων το πελώριο πλήθος
Στα χέρια της Κύπριδας.
Στη φωτιά από την πλήξη ζεσταινόμαστε,
Ίσως, οι αιώνες θα κυλήσουν,
Και των ευλογημένων γυναικών τα γνώριμα χέρια
Την ανάλαφρη στάχτη θα μαζέψουν.
Κάπου, της βραγιάς οι κόκκινες πλατείες
Με μαχαίρια είναι παραγεμισμένη η σιφονιέρα,
Η κουρδιστή κούκλα αξιωματικός –
Δεν είναι για τις μαύρες ψυχές και την ποταπή ψευτοπαναγιά …
Εμπρός, σβήσε, σε παρακαλώ τα κεριά μας
Στο μαύρο βελούδο του οικουμενικού κενού.
Όλα τραγουδούν των ευλογημένων γυναικών τους σκυμμένους ώμους,
Και δε θα προσέξεις το ήλιο της νυχτιάς.
25 Νοεμβρίου 1920
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
В Петербурге мы сойдемся снова,
Словно солнце мы похоронили в нем,
И блаженное, бессмысленное слово
В первый раз произнесем.
В черном бархате советской ночи,
В бархате всемирной пустоты,
Все поют блаженных жен родные очи,
Все цветут бессмертные цветы.
Дикой кошкой горбится столица,
На мосту патруль стоит,
Только злой мотор во мгле промчится
И кукушкой прокричит.
Мне не надо пропуска ночного,
Часовых я не боюсь:
За блаженное, бессмысленное слово
Я в ночи советской помолюсь.
Слышу легкий театральный шорох
И девическое “ах” –
И бессмертных роз огромный ворох
У Киприды на руках.
У костра мы греемся от скуки,
Может быть, века пройдут,
И блаженных жен родные руки
Легкий пепел соберут.