του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ πριν από είκοσι έξι χρόνια, προκάλεσε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, με ανακατατάξεις, ανατροπές και καταρρεύσεις τόσο των περιφερειακών συλλογικών συμφώνων κατανομής της ισχύος, όσο και το παγκόσμιο. Αυτό είχε ως συνέπεια την ανάδειξή ή τη διαμόρφωση νέων φίλων και εχθρών σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και την αποκάλυψη των μεγάλων αγνώστων.
Ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας, όχι της παγκοσμιοποίησης, όπως ονειρεύονταν πολλοί, αλλά ο αιώνας του κατακερματισμένου κόσμου, ενός κόσμου, στον οποίο οι διάφοροι πολιτισμικοί οργανισμοί, περίκλειστοι και απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον, θα κατασκευάζουν ή να ανακαινίζουν τους παλιούς, δρόμους επικοινωνίας, πάντα με καχυποψία, επιφυλακτικότητα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εχθρότητα. Σε αυτόν τον αιώνα, η ικανότητα και δυνατότητα κατανόησης του «Άλλου» θα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για επικοινωνία, την κατανόηση και την άρση των παρεξηγήσεων.
Ανάμεσα στους μεγάλους «αγνώστους» της νέας εποχής, είναι η Ρωσία. Η Ρωσία που προέκυψε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη συνακόλουθη διάλυση της αυτοκρατορίας της. Στη Δύση, πολλοί ήλπιζαν ότι η Ρωσία που αναδύθηκε μέσα από τον ερειπιώνα της κατάρρευσης, αργά ή γρήγορα, θα ενταχθεί στο ευρωπαϊκό ή ακόμη και στο βορειοατλανικό σύστημα συλλογικής ασφάλειας. Και όντως, για ένα διάστημα, αυτό φαινόταν ως η πιθανή εξέλιξη των σχέσεων της Ρωσίας με την Ευρώπη και τους θεσμούς της. Ωστόσο, τα γεγονότα του 2014 στην Κριμαία και στη συνέχεια στην Ανατολική Ουκρανία, απογοήτευσαν πολλούς.
Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει πλούτος εκδόσεων, Ρώσων και ξένων ιστορικών που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο. Για τους γνώστες της ρωσικής γλώσσας παραμένουν πολύτιμες πηγές γνώσης οι «Ιστορίες» του Καραμζίν, του Σέργιου Σολοβιόφ και του Κλιουτσέφσκι που γράφτηκαν από τα τέλη του 18ου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ πολύτιμο βοήθημα παραμένουν και οι σοβιετικές εκδόσεις, αρκεί κανείς να τις αντιμετωπίσει με την γνωστή επιστημονική επιφυλακτικότητα ως προς τα τελικά τους συμπεράσματα. Στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, υπάρχει πλήθος αξιόλογων εκδόσεων που συντροφεύουν γενιές και γενιές φοιτητές, επιστήμονες ή απλούς αναγνώστες.
Η βιβλιογραφία στη χώρα μας είναι εξαιρετικά φτωχή στον τομέα των ιστορικών σπουδών της Ρωσίας. Ελάχιστα βιβλία κυκλοφορούν, ορισμένα δε εξ αυτών είναι από χρόνια εξαντλημένα και δυσεύρετα για τον επιμελή αναγνώστη ή τον φιλίστορα που ενδιαφέρεται για την ιστορία της μεγάλης αυτής, άγνωστης εν τέλει, χώρας.
Το κενό αυτό έρχεται να το καλύψει ένα βιβλίο που έγραψε όχι κάποιος Ρώσος, μα ένας Αμερικανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γιέιλ, ο Πολ Μπουσκόβιτς, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Αιώρα» σε μετάφραση της Θάλειας Σπανού.
Ο Πολ Μπουσκόβιτς δεν είναι άγνωστος στη διεθνή κοινότητα των Σλαβολόγων. Θεωρείται από τους κορυφαίους μελετητές της ρωσικής ιστορίας. Μετά την ολοκλήρωση των προπτυχιακών του σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Από το 1975 διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είναι η Ρωσία, η ιστορία, ο πολιτισμός και η «αθέατη» της όψη. Είναι συγγραφέας εκατοντάδων άρθρων και πολλών βιβλίων. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν τα έργα του στα περιοδικά Slavic Review, Russian Review, Jahrbucher fur Geschichte Osteuropas και Kritika, ενώ είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Cahiers du Monte Russe.
Στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες, είχε επιβληθεί η άποψη ότι η ιστορία της Ρωσίας αρχίζει το 1917 με τα τραγικά του γεγονότα και τελειώνει το 1953 με τον θάνατο του Ι. Β. Στάλιν. Έτσι, το βιβλίο αυτό αποκτά στη χώρας μας και στην ιστορική συγκυρία που διάγουμε, μια ξεχωριστή αξία, αφού μέσα από τις 516 μεγάλου μεγέθους σελίδες του, παρουσιάζει την ιστορία της Ρωσίας από την προχριστιανική εποχή μέχρι τις μέρες μας.
Εντυπωσιάζει το κείμενο από τις πρώτες γραμμές, αφού ο συγγραφέας δείχνει να κατέχει όλον εκείνο τον πλούτο των ιστορικών γνώσεων που απαιτούνται για την κατανόηση της Ρωσίας, όχι ως χώρας ή αυτοκρατορίας, αλλά ως πολιτισμικό οργανισμό που έχει τη δική του ζωή, την δική του πορεία.
Για να προϊδεάσει μάλιστα τον αναγνώστη ο Πολ Μπουσκόβιτς σημειώνει στον πρόλογο της ιστορικής του πραγματείας πως «Η Ρωσία στη διάρκεια της ιστορίας της, αλλά και στο παρόν, αποτελεί συνδυασμό πολλών διαφορετικών στοιχείων…. Κατά συνέπεια, η ιστορία της θα πρέπει να επεκταθεί πέρα από τα όρια της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας και να ενσωματώσει τις διάφορες ενσαρκώσεις της Ρωσίας, καθώς και την ποικιλομορφία της» (σελ. 10).
Το ιστορικό δοκίμιο του Αμερικανού ιστορικού χωρίζεται σε είκοσι τρία κεφάλαια, τα οποία περιλαμβάνουν την εξιστόρηση της εμφάνισης και της εξέλιξης της Ρωσίας από την προχριστιανική της εποχή μέχρι και το τέλος του Ψυχρού πολέμου, που σηματοδότησε το τέλος της πολυεθνικής αυτοκρατορίας της ΕΣΣΔ.
Θα μπορούσε κανείς να νομίσει πως η χρονολογική εξιστόρηση που υιοθετεί ο συγγραφέας, θα κουβαλάει όλη εκείνη την πλήξη των ακαδημαϊκών κείμενων, μα κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει.
Ο αναγνώστης, ξεκινώντας από το πρώτο κεφάλαιο «Η Ρωσία πριν την Ρωσία» έρχεται σε επαφή με ένα συναρπαστικό κείμενο που περισσότερο θυμίζει ιστορικό μυθιστόρημα, παρά ακαδημαϊκό δοκίμιο. Με βαθιά γνώση των ιστορικών στοιχείων, αλλά και εξαιρετική εποπτεία του υλικού ο Πολ Μπουσκόβιτς ξεκινάει την αφήγησή του από τους ιδρυτικούς μύθους της ρωσικής ιστορίας, από το «Χρονικό του Νέστορος» και τη «Διήγηση των περασμένων χρόνων» περιγράφοντας την ίδρυση των πρώτων ηγεμονιών στο Κίεβο και στη συνέχεια στην κεντρική Ρωσία, στο Νόβγκοροντ, το Βλαντίμιρ, το Σούζνταλ. Ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της Ρωσίας έχει η διαδικασία και ο τρόπος ένταξής της στην χριστιανική οικογένεια και μάλιστα με την υιοθέτηση της βυζαντινής εκδοχής του Χριστιανισμού, καθώς επίσης και το γεγονός ότι θεωρούν εαυτούς συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης, προσαρμοσμένης, βέβαια, στις ιδιαιτερότητες της ρωσικής ιδιοπροσωπίας.
Με αμείωτο ενδιαφέρον ο αναγνώστης πληροφορείται για την μακραίωνη, γεμάτη ίντριγκες, πολέμους, συνωμοσίες, βία, ιστορία του πρώτου αυτοκρατορικού οίκου αλλά και την Εποχή των ταραχών, μέχρι την εμφάνιση του δεύτερου αυτοκρατορικού οίκου, εκείνου των Ρομανόφ. Είναι η εποχή που η Ρωσία διαμορφώνεται πλέον ως μια μεγάλη, ισχυρή στεριανή αυτοκρατορία. Η επέκταση προς ανατολάς, προς τα βάθη της Ασίας, αλλά και οι πολεμικές συγκρούσεις με τις γειτονικές, εξίσου φιλόδοξες αυτοκρατορίες προς δυσμάς, είναι ένα αφήγημα που βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει την πάλη του ευρωπαϊκού και του ασιατικού στοιχείου στη ρωσική ιστορία και πολιτισμό. Αυτή ακριβώς η αντινομία, αυτή η αντίθεση, αυτή η αντιπαράθεση, είναι το κόκκινο νήμα που διαπερνάει όλη την ιστορία της Ρωσίας από την αρχή της μέχρι τις ημέρες μας.
Η Ρωσία ως αυτοκρατορία, είναι το ερώτημα που απασχολεί τους ιστορικούς και το οποίο βρίσκεται διαρκώς στο μυαλό των ίδιων των Ρώσων. Σήμερα, τρεις και πλέον αιώνες μετά τη διαμόρφωση της ρωσικής αυτοκρατορίας και ένα τέταρτο του αιώνα μετά την κατάρρευση της σοβιετικής εκδοχής της, έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση και την εθνική ιδεολογία αυτών των πληθυσμών, που διεκδικούν τη δική τους θέση στο παγκόσμιο στερέωμα.
Σχετικά με αυτό, σημειώνει ο Πολ Μπουσκόβιτς πως «Στη διάρκεια των αιώνων, οι εξωτερικοί πόλεμοι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας έθεσαν τα θεμέλια για την επέκτασή της, ώστε να συμπεριλάβει το σύνολο της βόρειας Ευρασίας… Το κράτος που προέκυψε περιλάμβανε εκτεταμένες παραμεθόριες περιοχές με μη ρωσικούς πληθυσμούς. Επρόκειτο στην ουσία για δύο αυτοκρατορίες, μια παραδοσιακή χερσαία αυτοκρατορία στην Ευρώπη και μια απόπειρα μίμησης του βρετανικού παραδείγματος στην Κεντρική Ασία. Τόσο στη Δύση όσο και στο Νότο, η εσωτερική και εξωτερική πολιτική ήταν άρρηκτα δεμένες» (σελ. 265).
Είναι τόσο καλή η εποπτεία του ιστορικού υλικού που έχει ο συγγραφέας που δεν εκπλήσσει το γεγονός της πολύ καλής ανάλυσης που κάνει στις αλλαγές που συντελέστηκαν στην ρωσική κουλτούρα στο διάβα των αιώνων. Αφιερώνει τρία ξεχωριστά κεφάλαια στο ζήτημα αυτό, το δέκατο με τίτλο «Κουλτούρα και απολυταρχία», το δέκατο τρίτο με τίτλο «Η χρυσή εποχή της ρωσικής κουλτούρας» και το δέκατο όγδοο με τίτλο «Επαναστάσεις στη ρωσική κουλτούρα». Μέσα από την ανάγνωση των κεφαλαίων αυτών ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει μια καλή εικόνα ως προς τις αλλαγές και τον τρόπο διαχείρισής τους στον ρωσικό πνευματικό πολιτισμό. Θα μάθει για τα σχίσματα που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη Νίκωνα αλλά και εκείνες του Μεγάλου Πέτρου και τις δύο βασικές σχολές σκέψης που δημιουργήθηκαν και εναλλάσσονται στην εξουσία έκτοτε: τους Σλαβόφιλους και τους Δυτικόφιλους. Επιπλέον, ο συγγραφέας δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να κατανοήσει τους παράλληλους δρόμους που ακολουθεί πολλές φορές ο πνευματικός πολιτισμός με τα γεγονότα στην εκκλησιαστική ιστορία, τα οποία πολλές φορές διαδραματίζουν μοιραίο ρόλο στις κοινωνικές εξελίξεις.
Με την ευκαιρία αυτή, θα πρέπει να σημειώσουμε πως σωστά ο Πολ Μπουσκόβιτς, συνδέει τα γεγονότα και τις εξελίξεις στην εκκλησιαστική ζωή, με τα αντίστοιχα της πολιτικής ζωής και ιδίως με τις εξελίξεις στην αυλή των αυτοκρατορικών οίκων της Ρωσίας. Σε πολλούς Ρώσους ιστορικούς, είναι εδραία η πεποίθηση ότι η Ρωσία κινείται με βάση τα ιστορικά αρχέτυπα που κληρονόμησε από το Βυζάντιο και ιδίως από τον «Νομοκανόνα» του Πατριάρχη Φώτιου (9ος αιώνας), όπως για παράδειγμα ο Βασίλι Κλιουτσέφσκι στο γνωστό του, στο ελληνικό κοινό δοκίμιο (Αρμός, 2009).
Μέσα από αυτό το πρίσμα εξετάζει και την πορεία της Ρωσίας από την περίοδο της παρακμής της απολυταρχίας και της γέννησης του ιδιόμορφου ρωσικού καπιταλισμού προς τα τραγικά γεγονότα του 1917 που έμειναν γνωστά στην ιστορία ως «ρωσική επανάσταση» του 20ου αιώνα. Απροκατάληπτος παρατηρητής ο Μπουσκόβιτς αφιερώνει τα τελευταία έξι κεφάλαια του βιβλίου στην ιστορία του 2ου αιώνα, εποχή κατά την οποία η σοβιετική εκδοχή της Ρωσίας διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία.
Η ρωσική επανάσταση του 1917 κατά τον συγγραφέα ήταν αποτέλεσμα της διαλυτικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε από τις αρχές του 20ου αιώνα, της αναποτελεσματικής άσκησης της εξουσίας του τελευταίου τσάρου Νικολάου του Β’ αλλά και των ιδιαίτερων οργανωτικών ικανοτήτων που είχαν οι ηγέτες των Μπολσεβίκων.
Ωστόσο, παρακολουθώντας τα γεγονότα που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, ο συγγραφέας, με επιμονή χρονικογράφου, καταγράφει τις εξελίξεις στο μέτωπο του εμφυλίου πολέμου, της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, της εσωτερικής διαπάλης για την εξουσία μέσα στο Κομμουνιστικό κόμμα και την επικράτηση του Ι. Β. Στάλιν. Συνεχίζει με τη δεκαετία του 1930, τον Μεγάλο λιμό, τις δίκες της Μόσχας, την ίδρυση εκτεταμένου δικτύου στρατοπέδων συγκέντρωσης και την πορεία της ΕΣΣΔ προς τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο ρόλος της ΕΣΣΔ στα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η διπλωματία του Στάλιν και το μοίρασμα του κόσμου, απασχολούν τον ακαδημαϊκό, γιατί αντιλαμβάνεται πως στα χρόνια αυτά βρίσκονται οι αιτίες του Ψυχρού πολέμου που διήρκησε πενήντα, περίπου, χρόνια μετά την λήξη του πολέμου που ματοκύλησε τον κόσμο στα μέσα του αιώνα.
Αξίζει ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι ο συγγραφέας με διεισδυτικότητα περιγράφει τα τελευταία χρόνια της σοβιετικής αυτοκρατορίας, αξιοποιώντας πηγές και πληροφορίες που έγιναν προσιτές το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Αυτό του δίνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες προηγούμενες απόπειρες άλλων ιστορικών που δεν είχαν στη διάθεσή τους αυτό το πολύτιμο υλικό.
Η παράθεση χαρτών στο τέλος του κειμένου, βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει τις μετακινήσεις των κρατικών συνόρων της Ρωσίας, αλλά και τους λόγους για τους οποίους ο ρωσικός λαός παραμένει, κατά βάση, ένας λαός πολεμικός, αφού αναγκάζεται διαρκώς να διεκδικεί ή να υπερασπίζεται εδάφη. Εξίσου χρηστικός είναι ο κατάλογος ονομάτων με τον οποίο και κλείνει αυτή η πολύτιμη για την ελληνική βιβλιογραφία έκθεση.
Η μετάφραση της Θάλειας Σπανού είναι καλή και το κείμενο ρέει. Η βοήθεια του καθηγητή Ρωσικής ιστορίας στο Southern Connecticut State University, φάνηκε στη σωστή απόδοση των ονομάτων, των τοπωνυμιών κ.α.